καταρροφέω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
= καταρροφάνω (gulp down, swallow down), Hp. Loc. Hom. 17, X. Cyr. 1.3.9, Arist. Pr. 876a27, Herm. Iamb. 4 ; τινος some of…, Orib. 8.6.16 ; — Pass., Ruf. Sat. Gon. 18 ; — later καταρροφάω, Alex.Trall. 11.2, Sm. Jb. 39.30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
humer, avaler.
Étymologie: κατά, ῥοφέω.
German (Pape)
herunterschlucken; Hippocr.; Xen. Cyr. 1.3.9; Ath., XIII.563e.
Russian (Dvoretsky)
καταρροφέω: выпивать или проглатывать Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
καταρροφέω: τῷ προηγ., Ἱππ. 416. 6, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· τινος, μέρος ἐκ…, Ὀρειβάσ. 173 Matth.·- Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Ροῦφ. 136·- ὡσαύτως -ροφάω, Ἀλέξ. Τραλλ. 10. 546, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monotonic
καταρροφέω: μέλ. -ήσω, ρουφώ ή καταπίνω, σε Ξεν.