θυήεις

From LSJ
Revision as of 11:14, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠήεις Medium diacritics: θυήεις Low diacritics: θυήεις Capitals: ΘΥΗΕΙΣ
Transliteration A: thyḗeis Transliteration B: thyēeis Transliteration C: thyieis Beta Code: quh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (θύος) smoking with incense, fragrant, Ep. epithet of βωμός, Il.8.48, Od.8.363, Hes.Th.557; σπάργανα h.Merc.237.

German (Pape)

[Seite 1221] εσσα, εν, von Opfern, Weihrauch duftend, βωμός, Il. 9, 48. 23, 148 Od. 8, 363; Hes. Th. 557; von Hermes Windeln, H. h. Merc. 237.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui exhale le parfum de l'encens.
Étymologie: θύος.

Russian (Dvoretsky)

θῠήεις: ήεσσα, ῆεν
1 курящийся благовониями или струящий аромат жертвоприношений (βωμός Hom., Hes.);
2 благовонный, благоуханный (σπάργανα, sc. Ἑρμέω HH).

Greek (Liddell-Scott)

θυήεις: εσσα, εν, (θύος) εὐωδιάζων ἐκ καπνοῦ θυμιάματος, εὐώδης, Ὁμηρικόν ἐπίθετον τοῦ βωμός Ἰλ. Θ. 48, Ψ. 148. Ὀδ. Θ. 363∙ οὕτως, Ἡσ. Θ. 557∙ ἀλλ’ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, περὶ τῶν σπαργάνων τοῦ Ἑρμοῦ.

English (Autenrieth)

(θύος): smoking with incense, fragrant.

Greek Monolingual

θυήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του ουσ. βωμός) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή από καπνό θυμιάματος ή θυσίας (βωμός τε θυήεις», Ομ. Ιλ.)
2. ευώδης («θυήεντα σπάργανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αιγλήεις, πετρήεις)].

Greek Monotonic

θυήεις: -εσσα, -εν (θύος), αυτός που καπνίζει, καίει ή μυρίζει λιβάνι, αυτός που ευωδιάζει λιβάνι, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

θυήεις, εσσα, εν θύος
smoking or smelling with incense, fragrant, Hom., Hes.