καγχάζω

From LSJ
Revision as of 10:13, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καγχάζω Medium diacritics: καγχάζω Low diacritics: καγχάζω Capitals: ΚΑΓΧΑΖΩ
Transliteration A: kancházō Transliteration B: kanchazō Transliteration C: kagchazo Beta Code: kagxa/zw

English (LSJ)

later form for καχάζω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1278] s. καχάζω u. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

1 rire aux éclats;
2 p. ext. se moquer de qqn en gén.
Étymologie: forme réc. de καχάζω ; R. Χαδ, avec redoubl. et nasalisat. ; cf. χάσκω, χανδάνω, lat. cachinnus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καγχάζω zie καχάζω.

Russian (Dvoretsky)

καγχάζω:
1 громко смеяться, хохотать Arph., Anth.: κ. ἐπί τινι Luc. смеяться над кем-л.;
2 насмехаться (καγχάζοντες γλῶσσαι Soph.).

Greek Monolingual

καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω)
1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω
2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ].

Greek Monotonic

καγχάζω: μεταγεν. τύπος αντί καχάζω, σε Βάβρ.

Greek (Liddell-Scott)

καγχάζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ καχάζω, ὃ ἴδε.

Middle Liddell

later form for καχάζω, Babr.]

Mantoulidis Etymological

(=γελῶ δυνατά). Ὀνοματοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο: χά-χά-χά, ὅταν γελᾶμε.
Παράγωγα: καγχασμός (=δυνατό γέλιο), καγχαστής.