παροδεύω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
A pass by, Theoc. 23.47, AP 9.341 (Glauc.), etc.; of flowing water, Polyaen.3.9.61; of the ureter, Archig. and Philagr. ap. Aët. 11.4; διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει Porph. ap. Eus. PE 3.11. 2 c. acc., pass by or through, D.S.32.27, Plu.2.973d, Herm. ap. Stob.1.49.44, Luc.Nigr.36, IG14.881 (Sinuessa): Astron., pass through or across, Plu. 2.67oc, Ptol. Tetr.109; τὰ αὐτοῦ ὅρια Vett. Val. 145.9:—Pass., to be passed by, J. BJ5.10.2, Plu.2.759f. 3 pass, spend, τὸν βίον BCH 27.261 (Argos).
German (Pape)
[Seite 524] vorübergehen; Theocr. 23, 47; Glauc. 2 (IX, 341); an Etwas, mit dem acc., Luc. Nigr. 36; Scyth. 10, u. öfter bei Plut.; auch pass., amator. 16.
French (Bailly abrégé)
1 passer auprès;
2 aller au delà de, dépasser, acc..
Étymologie: πάροδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροδεύω [πάροδος] voorbijgaan; voorbij... gaan, door... heen gaan.
Russian (Dvoretsky)
παροδεύω:
1 проходить мимо Theocr., Anth.;
2 проходить, проезжать, проплывать, переходить (τι Luc.): ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Plut. когда солнце проходит через созвездие Льва.
Greek (Liddell-Scott)
παροδεύω: παρέρχομαι, ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς, ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον, ἀνηλεᾶ εἶχεν ἑταῖρον Θεόκρ. 23. 47. 2) μετ’ αἰτ., περνῶ πλησίον ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Πλούτ. 2. 670C, Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 810. 11. - Παθ., παροδεύεται πολλάκις Πλούτ. 2. 759Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 2.
Greek Monolingual
Α οδεύω
1. περνώ μπροστά από κάποιον ή κάτι, παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», Θεόκρ.)
2. για χρόνο, για νερό κ.ά.) τρέχω, κυλώ («διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει», Πορφ.)
3. (με αιτ.) περνώ διά μέσου ή κοντά σε κάτι, προσπερνώ κάτι («τοῖς συνήθως παροδεύουσι τὸν τόπον», Πλούτ.)
4. αστρον. πορεύομαι, διέρχομαι ανάμεσα από κάτι («τοῦ ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος», Πλούτ.)
5. μτφ. διάγω, ζω, δαπανώ («τὸν βίον παροδεύοντος», επιγρ.).
Greek Monotonic
παροδεύω: μέλ. -σω,
1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι, σε Θεόκρ.
2. με αιτ., πηγαίνω, περνώ από δίπλα, προσπερνώ, σε Λουκ.