ἐπανατείνω

From LSJ
Revision as of 20:11, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανατείνω Medium diacritics: ἐπανατείνω Low diacritics: επανατείνω Capitals: ΕΠΑΝΑΤΕΙΝΩ
Transliteration A: epanateínō Transliteration B: epanateinō Transliteration C: epanateino Beta Code: e)panatei/nw

English (LSJ)

poet. ἐπαντ-, Orph.A.61,332:—A stretch out and hold up, τὸν τράχηλον, f.l. for ὑπερανα-, X.An.7.4.9; ἐ. τὰς χεῖρας, as in prayer, D.S.32.6, cf. Orph.A.ll.cc.; ἐ. ἐλπίδας τινί hold out hopes, X.Cyr.2.1.23 (Pass.). II freq. in Med., ἐπανατείνεσθαι σίδηρόν τινι brandish threatingly, PHal.1.186 (iii B.C.); βάκτρον τινί Luc.Cat. 13, cf. Jul.Or.6.196b; ἐ. φόβους τινί Plb.2.44.3: c. inf., ἐ. τι πράξειν threaten to do, Id.15.29.14:—Pass., POxy.1408.17 (iii A.D.). 2 speak with prolixity, D.H.Rh.8.14. 3 set oneself up, rebel, Philostr. VA7.14.

German (Pape)

[Seite 901] (s. τείνω), emporstrecken, ausstrecken, τὸν τράχηλον Xen. An. 7, 4, 9; τὰ ἐπανατεινόμενα κέρατα, die ausgedehnten Flügel des Heeres, Cyr. 7, 1, 23; übertr., ἐπανέτεινε μείζονας ἐλπίδας, hielt ihm Hoffnungen vor, 2, 1, 23; τὰς χεῖ. ρας τῇ νηΐ Polemon. 1, 24. – Med. emporhalten, βάκτρον τινί, den Stock gegen Einen u. ihm drohen, Luc. Catapl. 13, wie φόβους τινί Pol. 2, 44 u. a. Sp.; ἀπειλαὶ πολέμων ἐπαναταθεῖσαι D. Hal. 7, 53; widerstehen, Alciphr. 3, 64. – Im Reden weit ausholen, D. Hal. rhet. 8, 14.

French (Bailly abrégé)

tendre en haut vers : τὸν τράχηλον XÉN tenir le cou levé vers ; fig. ἐλπίδας τινί XÉN faire naître des espérances dans l'esprit de qqn;
Moy. ἐπανατείνομαι tendre en haut vers : βάκτρον τινί LUC lever son bâton vers qqn.
Étymologie: ἐπί, ἀνατείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανατείνω:
1 вытягивать, протягивать (τὸν τράχηλον Xen.): τὰ ἐπανατεινόμενα κέρατα Xen. выдвинутые вперед фланги;
2 med. (угрожающе) поднимать (βάκτρον τινί Luc.);
3 med. угрожать (πράξειν τι Polyb.);
4 перен. подавать, внушать, сулить (ἐπανετείνοντο μείζονες ἐλπίδες τοῖς ἀξίοις ἐπαίνου Xen.; med. μείζους φόβους καὶ κινούνους τινί Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανατείνω: ἀνατείνω τι πρὸς τινα, ἀνατείνας τὸν τράχηλον· παῖε, ἔφη, εἰ κελεύει ὁ παῖς καὶ μέλλει χάριν εἰδέναι Ξεν. Ἀν. 7. 4, 9· τὰς χεῖρας ἐπανατείνοντες καὶ τοὺς θεοὺς ἐπιβοώμενοι Διοδ. Ἀποσπ. 628. 70, μεταφορ., παρέχω, ἐπ. ἐλπίδας τινὶ Ξεν. Κύρ. 2.1, 23. ΙΙ. Μέσ., σηκώνω τι ἐναντίον τινός, τολμήσει γὰρ Κυνίσκος ἐπανατείνασθαί μοι τὸ βάκτρον; θὰ τολμήσῃ ὁ Κυνίσκος νὰ σηκώσῃ ῥαβδὶ ἐπάνω μου; Λουκ. Κατάπλ. 13· ὡς τὸ ἐπισείω, ἐπανατεινόμενος φόβους καὶ κινδύνους Πολύβ. 2. 44, 3· ἀπειλὰς πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 53· μετ’ ἀπαρ., ἐπανετείνετο πράξειν, ἠπείλει ὅτι θὰ ἔπραττε, Πολύβ. 15. 29, 14. ΙΙΙ. μεταφ., ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἐκτείνω τὸν λόγον, μακρὰ προοιμιασάμενος καὶ ἐπανατεινάμενος Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 8. 14.

Greek Monolingual

ἐπανατείνω (AM) (Α και ποιητ. τ. έπαντείνω) τείνω
μσν.
μέσ. ανταποδίδω κάτι («ἀντ' εὐεργεσίας σοι τὰ ἀνήκεστα τόλμηρῶς ἐπανετείνετο», Μηναία)
αρχ.
1. τεντώνω προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά («ἐπανατείνας τὸν τράχηλον, παῑε, ἔφη», Ξεν.)
2. μτφ. παρέχω («ἐπανέτεινε δὲ καὶ μείζονας ἐλπίδας τοῖς ἀξίοις ἐπαίνου», Ξεν.)
3. προβάλλω
4. υψώνω κάτι, σηκώνω εναντίον κάποιου («τολμήσει γὰρ ὁ Κυνίσκος ἐπανατείνασθαί μοι τὸ βάκτρον;», Λουκιαν.)
5. μτφ. επισείω, προβάλλω ως απειλή («πολέμων ἀπειλάς... ἐπαναταθείσας», Δίον. Αλ.)
6. (με απρμφ.) απειλώ να κάνω κάτι («καταρώμενοι λαβεῖν αὐτὴν ἐκείνην πεῖραν τούτων, ἅ κατὰ τῶν πέλας ἐπανετείνετο πράξειν», Πολ.)
7. μέσ. μτφ. δίνω μεγάλες υποσχέσεις («ἐπανατεινάμενος λόγους τινὰς θαυμαστοὺς ώς ἐρῶν», Δίον. Αλ.)
8. μέσ. επαναστατώ, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἐπανατείνω: μέλ. -ανατενῶ,
I. απλώνω τα χέρια και τα υψώνω, σε Ξεν.· ἐπ. ἐλπίδας, παρέχω ελπίδες, στον ίδ.
II. Μέσ., έχω τεκμήρια και τα χρησιμοποιώ εκβιαστικά εναντίον κάποιου ως απειλή, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -ανατενῶ
I. to stretch out and hold up, Xen.; ἐπ. ἐλπίδας to hold out hopes, Xen.
II. Mid. to hold over as a threat, Luc.