πεδήτης
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ου, ὁ, Pass., A one fettered, prisoner, Ar.Fr.65, Herod.3.69, LXX Wi.17.2, Plu.2.165e, Luc.Sat.10, etc.: in plural, title of play by Call. Com. (Fr.2 D.). II at Samos, building in which certain fetters were kept, Plu.2.303e.
German (Pape)
[Seite 541] ὁ, der Gefesselte, Gefangene; Plut. superst. 3; Luc. Cronosol. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui à qui on met souvent les entraves, càd mauvais esclave.
Étymologie: πεδάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδήτης -ου, ὁ [πεδάω] geboeid man.
Russian (Dvoretsky)
πεδήτης: ου ὁ закованный в цепи, пленник Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
πεδήτης: -ου, ὁ, Παθ., ὁ πεπεδημένος, δεδεσμευμένος, δεσμώτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 720, Πλούτ. 2. 165D, Λουκ. Κρον. 1, κτλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. δέσμιος, δεσμώτης
2. οικοδόμημα στη Σάμο όπου υπήρχαν δεσμά
3. στον πληθ. Πεδῆται
τίτλος έργου του κωμικού Καλλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + επίθημα -ήτης (πρβλ. σκην-ήτης)].
Greek Monotonic
πεδήτης: -ου, ὁ (πεδάομαι), δεσμώτης, φυλακισμένος, σε Λουκ.