παιδονομία
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ἡ, A education of children, Arist. Pol.1335b4. II the office of παιδονόμος, ib. 1322b39.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, das Amt des παιδονόμος, Arist. pol. 6, 8. 7, 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 direction de l'éducation des enfants;
2 fonction de pédonome.
Étymologie: παιδονόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδονομία -ας, ἡ [παιδονόμος] kinderopvoeding; ambt van paidonomos.
Russian (Dvoretsky)
παιδονομία: ἡ
1 звание или должность педонома Arst.;
2 педономия (наблюдение за воспитанием и обучением детей в дорических государствах) Arst.
Greek Monolingual
η (Α παιδονομία) παιδονόμος
1. η ανατροφή, η εκπαίδευση τών παιδιών
2. το επάγγελμα, το έργο του παιδονόμου.
Greek Monotonic
παιδονομία: ἡ,
I. εκπαίδευση παιδιών, σε Αριστ.
II. το αξίωμα του παιδονόμου, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδονομία: ἡ, ἡ ἀνατροφὴ ἢ παίδευσις τῶν παίδων, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 12. ΙΙ. τὸ ἔργον ἢ ἀξίωμα τοῦ παιδονόμου, αὐτόθι 6. 8, 23.
Middle Liddell
παιδονομία, ἡ,
I. the education of children, Arist.
II. the office of παιδονόμος, Arist. [from παιδονόμος