ταραχώδης

From LSJ
Revision as of 10:55, 1 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρᾰχώδης Medium diacritics: ταραχώδης Low diacritics: ταραχώδης Capitals: ΤΑΡΑΧΩΔΗΣ
Transliteration A: tarachṓdēs Transliteration B: tarachōdēs Transliteration C: tarachodis Beta Code: taraxw/dhs

English (LSJ)

ες,
A given to troubling, disturbing, τὸ θεῖον . . ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες Hdt.1.32; τύχαι Isoc.4.48; ἐλπίδες, ἔρωτες, Epicur.Fr.116, Phld.Mus.p.82 K.; ἴχνη τ. uncertain, baffling, X. Cyn.5.4; ταραχώδης ἡ κρίσις, ταραχώδης ἡ σκέψις, Arist.Pol.1268b11, 1337a40; πράξεις Isoc.12.74; φάρμακον Luc.DMar.2.2.
2 of political agitators, D.H.6.70.
II troubled, disordered, κοιλίη ταραχώδης Hp.Epid.1.2, Coac. 10; βίος Ph.2.223 (Sup.); confused, μεταβολαί Arist.Mete.361b34; ἀπόρροιαι Thphr.Sens.74; φύσις, κινήσεις, Epicur.Nat.42,46 G.
2 of an army, etc., ταραχώδης ναυμαχία Th.1.49; ταραχώδες στράτευμα X.Cyr.3.3.26, Oec.8.4.
3 of the mind, disordered, delirious, γνῶμαι τ. Hp.Coac. 302; ταραχώδεις ἄγρυπνοι Id.Prorrh.1.4 ( = ταραχώδεις καὶ ἄγρυπνοι, where ταραχώδεις = slightly disordered mentally, acc. to Gal.16.513).
4 turbid, of a liquid, Alex.Trall.Febr.2.
III Adv. ταραχωδῶς, ταραχωδῶς ζῆν = live in a state of confusion, Isoc.5.52; ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινας to be rebelliously disposed, D. Ep.3.10; ταραχωδῶς ὑπειληφέναι περί τινος to have confused notions, Isoc. 12.15: Sup., ταραχωδέστατα διακεῖσθαι Id.7.43, 8.9.

German (Pape)

[Seite 1070] ες, von unruhiger od. unordentlicher Art, mit Unruhe verbunden, in heftiger Gemüthsbewegung, zornig; Xen. Cyr. 3, 3, 26; τὸ θεῖον ταραχῶδες, Her. 1, 32, Unruhe, Schrecken hervorbringend; τύχη, Isocr. 4, 48; φάρμακον ταραχωδέστατον, Luc. D. Mar. 2, 2; Xen. setzt Cyn. 5, 4 ἴχνη ταραχώδη den εὐθέα gegenüber; verwirrt, ναυμαχία, Thuc. 1, 49; στράτευμα, Xen. Cyr. 3, 3, 26; – κοιλία ταραχώδης, der Durchfall, Medic.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 troublé;
2 qui trouble, qui bouleverse.
Étymologie: τάραχος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / ταραχώδης, -ῶδες, ΝΑ ταραχή
γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδηςταραχώδης διάλογος»)
αρχ.
1. α) (για πρόσ.) αυτός που του αρέσει να προκαλεί ταραχές, ταραχοποιόςταραχώδης και στασιαστής άνήρ», Διον. Αλ.)
β) (για πράγμ.) αυτός που ταράζει, που προξενεί φόβο ή ανησυχία («ταραχώδεις ἐλπίδες», Επίκ.)
2. συγκεχυμένος, αβέβαιος
3. (για τον νου) αυτός που βρίσκεται σε σύγχυση
4. (για την κοιλιά) αυτός που υποφέρει από διάρροια
5. (για υγρό) θολός.
επίρρ...
ταραχωδώς / ταραχωδῶς ΝΜΑ
με ταραχώδη τρόπο, σε κατάσταση ταραχής, σύγχυσης
αρχ.
φρ. α) «ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινας» — το να είναι κανείς διατεθειμένος εχθρικά προς κάποιον (Πλούτ., Νικόλ. Δαμ.)
β) «ταραχωδῶς ὑπειληφέναι περί τινος» — έχω συγκεχυμένη γνώμη για κάτι (Ισοκρ.).

Greek Monotonic

τᾰρᾰχώδης: -ες (εἶδος
I. βίαιος, θυελλώδης, πολυτάραχος, σε Ηρόδ.· ἴχνη ταραχώδη, αβέβαια, συγκεχυμένα, σε Ξεν.
II. 1. διαταραγμένος, βρισκόμενος σε σύγχυση, σε Αριστ.
2. λέγεται για τον στρατό, σε Θουκ., Ξεν.
III. επίρρ., ταραχωδῶς ζῆν, ζεις σε κατάσταση ταραχής και σύγχυσης, σε Ισοκρ.· ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινα = διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, σε Δημ.· υπερθ. ταραχωδέστατα, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρᾰχώδης:
1 вносящий смятение, создающий замешательство (τὸ θεῖον Her.);
2 сбивающий с ног, пьянящий (φάρμακον Luc.);
3 непостоянный, капризный (τύχη Isocr.; μεταβολαί Arst.);
4 запутанный (ἴχνη Xen.);
5 сбивчивый (ἡ κρίσις Arst.);
6 беспорядочный (ναυμαχία Thuc.).

Middle Liddell

τᾰρᾰχ-ώδης, ες εἶδος
I. troublous, turbulent, Hdt.; ἴχνη τ. uncertain, baffling, Xen.
II. troubled, disordered, Arist.
2. of an army, Thuc., Xen.
III. adv., ταραχωδῶς ζῆν to live in a state of confusion, Isocr.; τ. ἔχειν πρός τινα to be rebelliously disposed, Dem.; Sup. -έστατα Isocr.

English (Woodhouse)

boisterous, disordered, disorderly, restless, turbulent, full of confusion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)