Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀόριστος

From LSJ
Revision as of 17:04, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀόριστος Medium diacritics: ἀόριστος Low diacritics: αόριστος Capitals: ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aóristos Transliteration B: aoristos Transliteration C: aoristos Beta Code: a)o/ristos

English (LSJ)

ον, A without boundaries, debatable, γῆ Th.1.139. 2 limitless, ὀρέξεις, φόβοι, ἐπιθυμίαι, Epicur.Fr.202,203. II indeterminate, Pl.Lg.643d, Arist.Metaph. 1087a17, al.; οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ' ἀόριστον D.4.36; ἄτακτα, ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα ibid.; ἀόριστα ἀξιώματα indefinite propositions, Chrysipp.Stoic.2.5,al.; ἀόριστον καὶ κρίσεως προσδεόμενον, opp. ὡρισμένον, Epicur. Nat.p.31 G.; ἀόριστος (ἄρχων) = one who holds office without limit of time, Arist.Pol.1275a26; uncertain, ζωῆς τελευτή AP9.499: Comp. πρόληψις Phld.Rh.2.189S., cf. Plot.3.9.2. Adv. ἀορίστως Pl.Lg.916e, Arist. Cat.8b9,al. 2 ἀόριστον ὄνομα or ῥῆμα an indefinite term, as οὐκ-ἄνθρωπος Id.Int.16a32, 16b14; of pronouns, A.D.Pron.7.1, al. 3ἀόριστος (sc. χρόνος) the aorist tense, D.T.638.24, A.D.Synt.276.5,al.

Spanish (DGE)

-ον
I 1en que no se han trazado fronteras o límites γῆ Th.1.139
indefinido μὴ ... ὃ λέγομεν εἶναι παιδείαν ἀόριστον γένηται Pl.Lg.643d, τὸ ἀ. πρὶν ὁρισθῆναι Arist.Metaph.989b18, δύναμις Arist.Metaph.1087a17
no precisado o previsto οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ' ἀόριστον D.4.36, ἀ. καὶ κρίσεως προσδεόμενα Epicur.Fr.[34] 20.5, φύσις Simp.in Ph.154.20 (= Anaximandr.A 9a), μήτι γὰρ καὶ διὰ τοῦτο δύναται ἀόριστος ἡ δυὰς κεκλῆσθαι Theol.Arith.7, 11
que no ha llegado a su término del movimiento, Pythag.B 32
de ahí infinito del poder de Dios θεότητος ἀρχὴν ... ἀχώριστον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.35.1160C.
2 lóg. indefinido ἀξιώματα Chrysipp.Stoic.2.5, gram. del subst. ὄνομα y del verb. ῥῆμα Arist.Int.16a32, 16b14, cf. PHeid.Siegmann 198.1.9 (II/III d.C.), de los pronombres, A.D.Pron.7.1, del tiempo verbal ὁ ἀ. (χρόνος) el aoristo (que designa una acción sin consideración de su duración), D.T.638.24, A.D.Synt.276.5, Macr.Exc.615.8, PMasp.350a.3, πρόληψις Phld.Rh.2.189.
3 que es por tiempo ilimitado de algunas magistraturas, Arist.Pol.1275a26, del uso de los bienes, Luc.Nigr.26.
4 vago, ambiguo ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται λέγειν Aeschin.3.99.
II 1no susceptible de ser limitado o contenido ὀρέξεις, φόβοι, ἐπιθυμίαι Epicur.Fr.[198], [216], cf. D.C.40.38
en política absoluto (τῶν μοναρχίων) ἡ δ' ἀόριστος τυραννίς Arist.Rh.1366a2.
2 indefinible subst. ἐπιστήμη ... τῶν ... ἀορίστων οὐκ ἔστι Arist.APr.32b19.
3 indeterminable, imposible de ser sometido a cálculo ἀόριστον (τὸ ἀπὸ τύχης γινόμενον) Arist.APr.32b10, ζωῆς ἀόριστος ... τελευτή AP 9.499.
III adv. ἀορίστως = de forma indeterminada, confusamente ἀορίστως ἔχει ἡ διάνοια Arist.Cael.280b3, cf. Pl.Lg.916e, Arist.Cat.8b9.

German (Pape)

[Seite 272] unbegränzt, unbestimmt, nach Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2 ὅ, τι ἐνδέχεται τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον. Von einem Lande, γῆ Thuc. 1, 139; ἀόριστον ἐᾶν Plat. Legg. I, 643 d; ἀτάκτως καὶ ἀορίστως ἐᾶν XI, 916 d, wie Dem. ἄτακτα, ἀόριστα, ἀδιόρθωτα πάντα vrbdt, 4, 36; ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ λέγειν Aesch. 3, 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non limité;
2 indéfini, indéterminé ; t. de gramm.ἀόριστος (χρόνος) l'aoriste.
Étymologie: , ὁρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀόριστος:
I
1 не имеющий (точных) границ, неотмежеванный (γῆ Thuc.);
2 неопределенный Plat., Arst., Aeschin., Dem., Plut., Sext., Anth.;
3 бессрочный (ἄρχων Arst.).
II ὁ грам. (sc. χρόνος) аорист.

Greek (Liddell-Scott)

ἀόριστος: -ον, ὁ ἄνευ ὅρίων, γῆ Θουκ. 1. 139. ΙΙ. ὁ μὴ ὡρισμένος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, ἀόριστος, ἄδηλος. Πλάτ. Νόμ. 916D, συχνάκις παρ’ Ἀριστ. συνάπτεται ταῖς λέξ. ἀνεξέταστος, ἄτακτος, ἀδιόρθωτος, Δημ. 50. 16, 18· ἀόρ. ἄρχων, ὁ ἔχων τὸ ἀξίωμα ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6: ἀβέβαιος, ζωῆς τελευτὴ Ἀνθ. Π. 9. 499: ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. 2) ἀόρ. ὄνομα, τὸ μὴ ὡρισμένον, οἷον οὐκ ἄνθρωπος, τὸ γὰρ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνομα μὲν οὐ λέγω, ἀλλ’ ἀόριστον ὄνομα ὁ αὐτ. π. Ἑρμην. 10.1. 3) ὁ ἀόρ. (ἐνν. χρόνος) Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀόριστος, -ον)
ακαθόριστος, απροσδιόριστος, ασαφής, αβέβαιος
νεοελλ.
φρ. «επ' αόριστον» — για χρονικό διάστημα χωρίς καθορισμένο τέλος
αρχ.
1. ο χωρίς καθορισμένα όρια
2. απεριόριστος, χωρίς όρια
3. φρ. αόριστος (ἄρχων)
αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα χωρίς καθορισμένο χρονικό όριο.

Greek Monotonic

ἀόριστος: (ὁρίζω
I. αυτός που δεν έχει όρια, σύνορα, σε Θουκ.
II. αυτός που δεν έχει καθοριστεί, απροσδιόριστος, συγκεχυμένος, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὁρίζω
I. without boundaries, Thuc.
II. undefined, indefinite, Dem., etc.

English (Woodhouse)

indefinite, indeterminate, undetermined, not fixed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὁ δίχως ὅρια, ἀπροσδιόριστος). Ἀπό τό α στερητ. + ὁρίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.