Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλονεικέω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τι" to "τι")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλονεικέω Medium diacritics: φιλονεικέω Low diacritics: φιλονεικέω Capitals: ΦΙΛΟΝΕΙΚΕΩ
Transliteration A: philoneikéō Transliteration B: philoneikeō Transliteration C: filoneikeo Beta Code: filoneike/w

English (LSJ)

φῐλονεικ-ία, φῐλόνεικ-ος, v φιλονικ-έω, -ία, -ος.

German (Pape)

[Seite 1282] ein φιλόνεικος sein, zanksüchtig, rechthaberisch sein, bes. wetteifern, den Vorrang streitig machen; Thuc. 3, 82. 5, 43; Amphis bei Ath. IV, 175 a; τινὶ πρὸς ἀρετήν, mit Einem in der Tugend, Plat. Legg. V, 731 a; προσεποιεῖτο φιλονεικεῖν πρὸς τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον Rep. I, 338 a; vgl. Gorg. 457 e; ohne πρός Prot. 360 d; περὶ ἀριστείων Legg. XI, 933 c; τούτου ἕνεκα πεφιλονείκηνται X, 907 e; πρὸς ἀλλήλους Lys. 3, 40; περί τινος, Isocr. 2, 25. 4, 85; Xen. Cyr. 1, 4,15 u. öfter; auch mit flgdm ὅπως, Mem. 2, 3,17; περί τινος Pol. 5, 93, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aimer les querelles ; quereller : τι chercher querelle pour qch;
2 le disputer à.
Étymologie: φιλόνεικος.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλονεικέω: (τὸ ὀρθὸν φιλονικέω, ἴδε ἐν τέλει), ἀγαπῶ τὰς ἔριδας, τὰς λογομαχίας ἀγωνίζομαι ἐπιμόνως, ἀντιμάχομαι, ἐρίζω ἐπιμόνως, εἶμαι φίλερις, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, φρονήματι φ. ἠναντιοῦτο, ἀγόμενος ἐκ φατριαστικοῦ πνεύματος, Θουκ. 5. 43, Λυσί. 165. 2· φιλονεικοῦντας, ἀλλ’ οὐ ζητοῦντας τὸ προκείμενον Πλάτ. Γοργ. 457Ε, πρβλ. Πολ. 499Ε, Λυσί. 913 Reisk.· οἵτινες… νενικηκότες ἤδη… οὕτω φιλονεικοῦσιν, ὥστε… Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 16. ― Κεῖται δέ, ἀπολ., ἴδε ἀνωτ.· ― φ. πρός τινα περί τινος Λυσ. 100. 1· τινὶ πρός τι Πλάτ. Νόμ. 731Α· καὶ ἄνευ τοῦ προσώπου, φ. περί τινος Ἰσοκρ. 19Ε, 217C, Πλάτ. Νόμ. 935C· ― μετ’ αἰτ., φ. τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον, θέλεις καὶ καλὰ ἐγὼ νὰ ἀποκριθῶ, Πλάτ. Πρωτ. 360Ε· ἀλλ’ ἡ αἰτιατ. εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον οὐδ. ἐπιθ., τὰ χείρω φ., εἶμαι τοσοῦτον ἰσχυρογνώμων ὥστε νὰ ἐκλέξω τὸ χεῖρον, Θουκ. 5. 111· μηδὲν φιλονείκει Δημ. 501. 5· ― ὡσαύτως, φ. τοῦτο, ὅπως… Πλάτ. Φίληβ. 14Β· καί, φ. ὅπως… Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17· ― ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 15, ἀντὶ ἐφιλονείκησαν αὐτούς, πιθανῶς διορθωτέον αὐτοῖς ἢ πρὸς αὐτούς. ― Παθ., πεφιλονείκηνται οἱ λόγοι μή… Πλάτ. Νόμ. 907C. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁμιλλώμενοι καὶ φ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 15· φ. περὶ τῶν καλλίστων Ἰσοκρ. 57Ε· φ. ὅπως… ὁ αὐτ. 105C· φιλονεικητέον ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 135Β. ― Περὶ τοῦ τύπου φιλονικέω, ἴδε φιλόνεικος ἐν τέλει.

Greek Monotonic

φῐλονεικέω: μέλ. -ήσω (φιλόνεικος
1. αγαπώ τις διαμάχες, μετέχω σε λεκτική διαμάχη, είμαι εριστικός, φιλονεικῶν, έξω από εριστικότητα ή ομαδικό πνεύμα, σε Θουκ., Πλάτ.· φιλονεικέω πρός τινα, σε Λυσ.· με αιτ., φιλονεικεῖς, τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον, ανυπομονείς να είμαι απολογούμενος, σε Πλάτ.· τὰ χείρω φιλονεικέω, είμαι τόσο ισχυρογνώμων ώστε να επιλέξω το χειρότερο, σε Θουκ.
2. με θετική σημασία, μάχομαι με άμιλλα, φιλονεικέω περὶ τῶν καλλίστων, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φῐλονεικέω, fut. -ήσω φιλόνεικος
1. to be fond of strife, engage in eager rivalry, be contentious, φιλονεικῶν out of contentiousness or party spirit, Thuc., Plat.; φ. πρός τινα Lys.:—c. acc., φ. τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον to be eager that I should be the answerer, Plat.; τὰ χείρω φ. to be so obstinate as to choose the worst, Thuc.
2. in good sense, to struggle emulously, φ. περὶ τῶν καλλίστων Isocr.