ἀποδατέομαι

From LSJ
Revision as of 10:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδᾰτέομαι Medium diacritics: ἀποδατέομαι Low diacritics: αποδατέομαι Capitals: ΑΠΟΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apodatéomai Transliteration B: apodateomai Transliteration C: apodateomai Beta Code: a)podate/omai

English (LSJ)

fut. -δάσομαι [ᾰ], Ep. -δάσσομαι: Ep. aor.
A -δασσάμην Theoc.17.50, inf. -δάτταθθαι Leg.Gort.4.29:—portion out to others, apportion, ἥμισν τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι Il.17.231; Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι 22.118; σοὶ δ' αὖ.. τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν 24.595; πάντωνἴσον Pi.N.10.86, cf. Call.Del.9, etc.
II part off, separate, ἀποδασάμενος μόριον ὅσον δὴ τῆς στρατιῆς Hdt.2.103.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. no testimoniado; fut. -δάσομαι c. -ᾰ-, ép. -δάσσομαι Il.17.231, 24.595; aor. ind. -δάσσαο Theoc.17.50, inf. -δάσσασθαι Pi.N.10.86, -δάττασθαι ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.)]
I gener. c. ac. y dat.
1 dar una parte, repartir ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι le daré la mitad de los despojos, Il.17.231, σοὶ δ' αὖ ... τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν Il.24.595, Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι Il.22.118, πάντων ... ἀποδάσσασθαι ἴσον Pi.N.10.86, ἑὰς δ' ἀπεδάσσαο τιμάς le diste sus honores como parte (de los tuyos, ref. a Afrodita), Theoc.17.50, cf. ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.).
2 fig. dedicar una parte Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9.
II separar, apartar c. ac. ἀποδασάμενος τῆς ... στρατιῆς μόριον Hdt.2.103.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδατέομαι: Hom. v.l. = ἀποδαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι [ᾰ], Ἐπ. -δάσσομαι: - ἀπομερίζω, χωρίζω μερίδιον δι’ ἄλλου, ἥμισυ τῷ… ἀποδάσσομαι Ἰλ. Ρ. 231· Ἀχαιοῖς ἀλλ’ ἀποδάσσεσθαι Χ. 118· σοὶ δ’ αὖ… τῶνδ’ ἀποδάσσομαι, ὅσσ’ ἐπέοικεν Ω. 595· πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 162, Καλλ. εἰς Δῆλ. 9, κτλ. ΙΙ. χωρίζω μέρος ἐκ συνόλου τινός, ἀποσπῶ, ἀποδασάμενος τῆς ἑωυτοῦ στρατιῆς μόριον ὅσον δὴ αὐτοῦ κατέλιπε τῆς χώρης οἰκήτορας Ἡρόδ. 2. 103.

English (Slater)

ἀποδᾰτέομαι share out c. acc. & gen. “πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” (N. 10.86)

Greek Monolingual

ἀποδατέομαι (Α) δατούμαι
1. ξεχωρίζω, δίνω μερίδιο σε κάποιον
2. διαχωρίζω, αποσπώ μέρος ενός όλου.

Greek Monotonic

ἀποδατέομαι: μέλ. -δάσομαι, Επικ. -δάσσομαι·
I. μοιράζω σε άλλους, διαμοιράζω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. χωρίζω ένα μέρος από το σύνολο, ξεχωρίζω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


I. to portion out to others, to apportion, τί τινι Il.
II. to part off, separate, Hdt.