ἧλος
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
Dor. ἇλος, IG4.1484.62(Epid.), SIG245i69 (Delph., iv B.C.), Pi. (v. infr.), Aeol.(?) ϝάλλοι (pl.) written γάλλοι, Hsch.: ὁ:—
A nail-head, stud, as an ornament, σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον = sceptre pierced with golden studs Il. 1.246, cf. 11.633; ἐν δέ οἱ [τῷ ξίφει] ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον ib.29, cf. Ath.11.488b, c: hence, of the stars, Placit.2.14.3.
2 after Hom., nail, Pi.P.4.71: ἧλοι σιδηροῖ καὶ ξύλινοι X.Cyn.9.12, etc.; of shoe nails, Thphr.Char.4.13: prov., ἥλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον = nail drives out nail Luc.Laps.7; ἥλῳ ὁ ἧλος (sc. ἐκκρούεται) = nail drives out nail, 'set a rogue to catch a rogue' Arist.Pol.1314a5, etc.
3 = Lat. acutus (= spur), Glossaria
II wart, callus, Thphr.Ign.37, Nic.Th.272; ἧλοι καὶ τύλοι Dsc.1.104, cf. Asclep. ap. Gal.13.647; also on plants, esp. the olive, Thphr.HP4.14.3.
German (Pape)
[Seite 1163] ὁ (wahrscheinlich von ἵημι), der Nagel; bei Hom. nie als Befestigungsmittel, sondern als Zierrath; am Scepter, χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Il. 1, 246; am Griff od. an der Scheide des Schwertes, ξίφος· ἐν δέ οἱ ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον 11, 29; am Becher, δέπας –, χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον ib. 663; überall goldene Nagelknöpfe oder ihnen ähnliche Buckeln gemeint; vgl. Ath. XI, 488 b ἔξωθεν δεῖ ἐμπείρεσθαι τοὺς χρυσοῦς ἥλους τῷ ἀργυρῷ ἐκπώματι u. XII, 539 c χρυσοῦς ἥλους ἐν ταῖς κρηπῖσι καὶ ὑποδήμασιν ἐφόρει; Nägel von Eisen erwähnt Pind., ἅλοις κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσε P. 4, 71; Plat. Phaed. 83 d; σιδηροῖ καὶ ξύλινοι Xen. Cyn. 9, 12; Sp., wie Eryc. 1 (VI, 96). – Sprichwörtlich ἄλλῳ ἥλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον, ein Keil treibt den andern, Luc. de lapsu in salt. 7; vgl. Diogen. 5, 17. – Übertr., warzen ähnliche Auswüchse an Händen u. Füßen, Hühneraugen, Nic. Th. 272, was nach den Schol. gew. κάρφιον heißt; Medic. – Eine Krankheit des Oelbaumes, auch μύκης genannt, Theophr. – Die Abkürzung ἧλ s. oben.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
clou.
Étymologie: DELG cf. lat. vallus, vallum.
Russian (Dvoretsky)
ἧλος: дор. ἇλος ὁ гвоздь (ἧλοι σιδηροῖ καὶ ξύλινοι Xen.; ἧ. προσλαμβάνει τι πρός τι Arst.): σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Hom. жезл (Ахилла), усаженный золотыми гвоздями; ἧλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον погов. Arst., Luc. клин клином вышибать.
Greek (Liddell-Scott)
ἧλος: Δωρ. ἇλος, ὁ, καρφίον· παρ’ Ὁμ. οὐδέποτε ἐν χρήσει πρὸς στερέωσιν ἢ κάρφωμα, ἀλλὰ μόνον πρὸς διακόσμησιν, σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Ἰλ. Α. 246· ἐν δὲ οἱ τῷ ξίφει ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον Ἰλ. Λ. 29, πρβλ. 633, Ἀθήν. 488B, C· ἐντεῦθεν οἱ ἀστέρες, ὑποτιθέμενοι ὅτι εἶνε προσηλωμένοι εἰς τὸ στερέωμα καλοῦνται ἧλοι, Lewis Astr. of Anc. σ. 95. 2) μεθ’ Ὅμ., καρφίον πρὸς σύνδεσιν, Πίνδ. Π. 4. 125· ἧλοι σιδηροῖ καὶ ξύλινοι Ξεν. Κυν. 9, 12, κτλ.· ἐπὶ τῶν ἥλων τῶν ὑποδημάτων, Θεόφρ. Χαρ. 4· ― παροιμ., ἥλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον Λουκ. Προσαγ. Πταίσμ. 7· ἥλῳ ὁ ἦλος (ἐνν. ἐκκρούεται) Ἀριστ. Πτολ. 5. 11, 3, πρβλ. Εὐστ. 126.13, Σουΐδ., καὶ ἴδε πάσσαλος. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι ὁμοιάζει πρὸς ἧλον, ῥόζος, τύλος ἐπὶ τῶν παλαμῶν ἢ τῶν ποδῶν, Θεόφρ. π. Πυρ. 37, Νίκ. Θ. 272· ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἰατρ.· ὡσαύτως νόσημα τῶν φυτῶν, ἰδίως τῆς ἐλαίας, ὅπερ καλεῖται καὶ μύκης, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 14, 3, Διοσκ. 1.136.
English (Autenrieth)
pl., nails, studs, only used for ornamentation, Il. 1.246, Il. 11.29, 633. (Il.)
Spanish
English (Strong)
of uncertain affinity; a stud, i.e. spike: nail.
Greek Monotonic
ἧλος: Δωρ. ἇλος, ὁ,
1. το καρφί· στον Όμηρ. χρησιμ. μόνο σαν διακοσμητικό στολίδι, καρφί πλατυκέφαλο.
2. μετά τον Όμηρ., καρφί που χρησιμοποιείται για σύνδεση, ένωση με..., σε Πίνδ., Ξεν. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: nail-head; wart, callus (Il.).
Other forms: Dor. ἇλος
Compounds: Compp., e. g. ἀργυρό-ηλος adorned with silver nails (Hom.), ἡλο-κόπος nail-smith (pap.).
Derivatives: Diminutive ἡλάριον (pap.); ἡλῖτις adjunct of λεπίς (Dsc., Aët.; cf. Redard Les noms grecs en -της 112); denomin. verb ἡλόω, mostly with prefix, e. g προσ-, ἐφ-, καθ-ηλόω nail to (IA, hell.) with καθήλω-σις, -μα.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Because of γάλλοι ἧλοι, which may stand for Aeolic Ϝάλλοι (no certain traces of the digamma in Hom., as ἀργυρό-ηλος can be metrically conditioned; s. Chantraine Gramm. hom. 1, 155f.), is ἧλος to be derived from *Ϝάλνος or *Ϝάλσος (cf. on Ἦλις) and could then be equated with Lat. vallus pole, stake (of a pallissade) (Wackernagel KZ 25, 261 = Kl. Schr. 1, 205), though the meaning is rather different pace Persson Beitr. 1, 539f. Further see W.-Hofmann s. v. - Improbable hypotheses in Bq (also Add. et corr.).
Middle Liddell
1. a nail: in Hom. only for ornament, a nail-head or stud.
2. after Hom. a nail to fasten with, Pind., Xen., etc.
Frisk Etymology German
ἧλος: {hē̃los}
Forms: dor. ἇλος
Grammar: m.
Meaning: Nagel, Nagelkopf, nagelähnliche Erhöhung (seit Il.).
Composita : Kompp., z. B. ἀργυρόηλος mit silbernen Nägeln verziert (Hom.), ἡλοκόπος Nagelschmied (Pap.).
Derivative: Davon das Deminutivum ἡλάριον (Pap.); ἡλῖτις Beiwort von λεπίς (Dsk., Aët.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 112); denominatives Verb ἡλόω, fast nur mit Präfix, z. B. προσ-, ἐφ-, καθηλόω annageln (ion. att., hell.) mit καθήλωσις, -μα.
Etymology : Nach γάλλοι· ἧλοι zu schließen, das als äolisch für ϝάλλοι stehen kann (keine sicheren Spuren von Digamma bei Hom., da ja ἀργυρόηλος metrisch bedingt sein kann; s. noch Chantraine Gramm. hom. 1, 155f.), ist ἧλος auf *ϝάλνος oder *ϝάλσος zurückzuführen (vgl. zu Ἦλις) und läßt sich dann mit lat. vallus Pfahl, Schanzpfahl gleichsetzen (Wackernagel KZ 25, 261 = Kl. Schr. 1, 205), obgleich die abweichende Bedeutung trotz Persson Beitr. 1, 539f. nicht ganz zu übersehen ist. Weitere, sehr fragliche Kombinationen bei W.-Hofmann s. v. — Abzulehnende Hypothesen bei Bq (auch Add. et corr.).
Page 1,632
Chinese
原文音譯:Âloj 赫羅士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:釘
字義溯源:飾釘*,長釘,釘。多馬因看見主手上的釘痕,才信主的復活;主耶穌接著就說,那沒有看見就信的,有福了( 約20:28,29)
同源字:1) (ἧλος)飾釘 2) (προσηλόω)釘牢於
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編:
1) 釘(2) 約20:25; 約20:25
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ὁ clavo para grabar γράφε ἐν ἥλῳ κυπρίνῳ ἀπὸ πλοίου νεναυαγηκότος grábalo con un clavo de cobre de un barco que haya naufragado P VII 466 λαβὼν λεπίδα μολιβῆν γράψον ἥλῳ τὸ ζῴδιον toma una lámina de plomo y graba con un clavo la figura P LXXVIII 4 λαβὼν ἧλον χάραξον οὐάτιον toma un clavo y graba un ojo SM 86 fr.A.2.17 (fr. lac.)