ἀφρός
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
English (LSJ)
ὁ,
A foam, of the sea, ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορύρων Il.18.403, etc.; of a river, 5.599.
2 of persons and animals, foam, slaver, froth, περί τ' ἀ. ὀδόντας γίγνεται 20.168; ἀ. περὶ στόμα Hp.Aph.2.43, cf. Ev.Luc.9.39; μέλαν' ἀπ' ἀνθρώπων ἀφρόν frothy blood, A.Eu.183, cf. Fr.372; θρομβώδεις ἀφροί S.Tr.702; βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, of wine, Antiph.237; κύλικα . . ἀφρῷ ζέουσαν Theophil.2.
II ἀφρὸς νίτρου = ἀφρόνιτρον, Hp.Mul.1.75; ἀφρός alone, Arist.Col.794a20.
2 ἀφρός αἵματος = σπέρμα, Diog.Apoll.A 24 D.
III a kind of ἀφύη, Arist.HA569a29, b28, Ath.7.325b; Ionic, acc. to Archestr. Fr.9.2, but cf. Hsch. s.v. ἀφύων τιμή. (ṃbhrós, cf. Skt. abhrám 'cloud', Lat. imber.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1espuma
a) formada sobre diversos líquidos
•el mar ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Il.18.403, cf. Tim.15.61, PMag.4.3204, Nonn.D.5.179, de un río Il.5.599, 21.325, Archil.97, de un caldo o puré, Hp.Mul.2.133 (p.298), ref. al vino δέπας ... ἀφρῷ βρυάζον Tim.4.2, κεραννύει ... ἀφρῷ ζέουσαν (κύλικα) Theophil.2;
b) fisiológico: de la saliva que se forma en la boca, de anim., de un león περί τ' ἀφρὸς (λέοντος) ὀδόντας γίγνεται Il.20.168, ἀφρὸς δὲ περὶ στόμα μαστιχόωντι λείβεται un jabalí, Hes.Sc.389, cf. A.R.3.1353, un caballo ἀ. χραίνει ... ἱππικῶν ἐκ πλευμόνων A.Th.60, un dragón χλωρὸς ... ἀ. Nonn.D.4.382, cf. Archil.133, Call.Lau.Pall.12, de pers. γλώσσης S.Fr.687a, ἀμφὶ τὰς γένυας ἀ. ἤνσεεν (los guerreros), Ar.Lys.1257, de epilépticos, Hp.Morb.Sacr.1.37, 7.1, 19, Eu.Luc.9.39, τῆς μανίας Ach.Tat.2.29.2, καθαρῶν στομάτων ἀφρὸν ἥμερον ἐξαναβλύζων Hymn.Mag.3.4, del semen en rel. c. el nacimiento de Afrodita ἀ. ἀπ' ἀθανάτου χροὸς ὤρνυτο Hes.Th.191, Ἀφροδίτην ... κικλήσκουσι θεοὶ ... οὕνεκ' ἐν ἀφρῷ θρέφθη Hes.Th.197, ἐρώτων Nonn.D.5.613, ἀ. ... τοῦ αἵματος ref. al semen Clem.Al.Paed.1.6.48
•ref. a la sangre cuajarón μέλαν' ἀπ' ἀνθρώπων ἀφρόν A.Eu.183, θρομβώδεις ἀφροί S.Tr.702.
II 1sal de nitro νίτρου Hp.Mul.1.75, ref. al color, Arist.Col.794a20.
2 ict. boquerón, bocarte prob. aphya minuta Arist.HA 569a29, 569b28, Ath.325b.
• Etimología: Etim. desconocida. Se ha rel. c. arm. p‘rp‘ur ‘espuma’. Es dud. la rel. c. ai. abhrá- ‘nube’ de *m̥bhros.
German (Pape)
[Seite 415] ὁ, 1) Schaum, vonHom. an überall; Geifer des wüthenden Löwen Il. 20, 168; vgl. Aesch. Ch. 174; θρομβώδη ἀφρὸν ἀναζέουσι Soph. Trach. 699; vom Geifer auch Luc. Alex. 12 u. sonst. – 2) der Fisch, der sonst ἀφύη heißt, Archestrat. bei Ath. VII, 285 b; Arist. H. A. 6, 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
écume.
Étymologie: cf. ὄμβρος, lat. imber.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρός: ὁ
1 пена Hom., Trag., Arst., Plut., Luc.;
2 (рыбья), икра (τῆς ἀφύης Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρός: ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, τῆς θαλάσσης, ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Ἰλ. Σ. 403, κτλ.· ποταμοῦ, Ε. 599: ― ὡσαύτως ἐπὶ ὠργισμένου λέοντος, περὶ δ’ ἀφρὸς ὀδόντας γίγνεται 20. 168· ἀφρὸς περὶ στόμα Ἱππ. Ἀφ. 1246· μέλαν’ ἀπ’ ἀνθρώπων ἀφρόν, ἀφρῶδες αἷμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 183, πρβλ. Ἀποσπ. 434· θρομβώδεις ἀφροὶ Σοφ. Τρ. 702· βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, ἐπὶ οἴνου, Ἀντιφάν. ἐν. Ἀδήλ. 15· κύλικα… ἀφρῷ ζέουσαν Θεόφιλος ἐν «Βοιωτία» 1. ΙΙ. ἀφρὸς νίτρου, ἴδε ἐν λ. ἀφρόνιτρον, ἴδε Ἱππ. 621. 47, Θεοφρ. Ἀποσπ. 20. 21. ΙΙΙ. ὁ θαλάσσιος γόνος, ὁ ἄλλως ἀφύη ἢ ἀφρύη ὀνομαζόμενος, ὅστις ἐπιστεύετο ὅτι ἐγεννᾶτο ἐκ τῆς ἄμμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15. 4. κἑξ., Ἀθήν. 325Β. Ἴσως συγγενὲς τῷ ὄμβρος, imber, πρβλ. Σανσκρ. abhram (νεφέλη), ambu (ὕδωρ), ἴδε ἀφρῖτις.
English (Autenrieth)
foam. (Il.)
English (Strong)
apparently a primary word; froth, i.e. slaver: foaming.
Greek Monolingual
ο (AM ἀφρός)
1. οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν
2. οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο στόμα
νεοελλ.
1. το πιο εκλεκτό μέρος κάποιου πράγματος
2. κάτι πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστο
αρχ.
αφρώδες αίμα, αίμα και αφρός μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη που συνδέει το αφρός με το αρμεν. p'tp'ur «αφρός», μολονότι δελεαστική, προσκρούει στη δυσκολία συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη σύνδεση με τα όμβρος, αρχ. ινδ. abhra- «σύννεφο» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. αφρός, ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού αλλά και τον αφρό στο στόμα ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. αφρός δήλωνε και είδος του ψαριού αφύη, ονομασία που κατά τον Ησύχιο οφειλόταν στο λευκό, όμοιο με τον αφρό, χρώμα του ψαριού αυτού.
ΠΑΡ. αφρώδης
μσν.- νεοελλ.
αφρισμός (νεοελλ. και άφρισμα).
ΣΥΝΘ. άναφρος, αφρόγαλα
αρχ.
δίαφρος, έπαφρος, ύπαφρος
νεοελλ.
αφροκοπώ, αφρολόγος, αφροξυλιά].
Greek Monotonic
ἀφρός: ὁ, αφρός, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για θυμωμένο λιοντάρι, αφρός, σάλιο, στο ίδ.· ἀπ' ἀνθρώπων ἀφρόν, αφρώδες αίμα, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: foam, slaver (Il.).
Derivatives: ἀφρώδης foaming (Hp.), ἀφριόεις id. (Nic.; metri causa, s. Chantr. Form. 272). ἀφρῖτις, -ιδος f. kind of ἀφύη (Arist., s. Redard Les noms grecs en -της 81). Denom. ἀφρέω foam (Il.), ἀφρίζω id. (Ion.-Att.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Meillet BSL 31, 51f. connected Arm. prpur foam (not to σπείρω). But the ἀ- is problematic (a *h₂- would give a- in Armenian), and the *bh supposed by Greek did not give p` in Arm. - Not to Skt. abhrá- n. cloud, ὄμβρος (because of the meaning). Not here ἀφρίους ἀθέρας H. (s.v.).
Middle Liddell
foam, of the sea, Il.: of an angry lion, foam, froth, Il.; ἀπ' ἀνθρώπων ἀφρόν frothy blood, Aesch.
Frisk Etymology German
ἀφρός: {aphrós}
Grammar: m.
Meaning: Schaum, Geifer (seit Il., vorw. poet.).
Derivative: Ableitungen: ἀφρώδης schäumend (Hp. usw.), ἀφριόεις ib. (Nik. u. a.; metrisch bedingt, s. Chantraine Formation 272). ἀφρῖτις, -ιδος f. Art ἀφύη (Arist. usw., s. Redard Les noms grecs en -της 81 m. Lit.). Mehrere Denominativa: 1. ἀφρέω schäumen (Il., Hp.); 2. ἀφρίζω ib. (ion. att.) mit ἀφρισμός (Mediz.) und ἀφριστής m. (AP, codd. falsch ἀφρηστής; Sch.); 3. ἀφριάω ib. (Opp.; zur Bildung Schwyzer 732); 4. ἀφρόομαι ib. (Theol. Ar.). — Auch ἀφρίους· ἀθέρας H. ist gewiß hierherzuziehen.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Die Zusammenstellung mit dem reduplizierten arm. p‘rp‘ur Schaum (Meillet BSL 31, 51f., wozu weiterhin, sehr zweifelhaft, σπείρω usw.), wobei ἀ- prothetisch wäre, ist verlockend, aber nicht strikt zu beweisen. — Die alte Gleichung mit aind. abhrá- n. Wolke, ὄμβρος usw. (s. Bq) ist wegen der abweichenden Bedeutung aufzugeben.
Page 1,197
Chinese
原文音譯:¢frÒj 阿弗羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:泡沫
字義溯源:泡沫*,水沫,沫
同源字:1) (ἀφρίζω)口流泡沫 2) (ἀφρός)泡沫 3) (ἀπαφρίζω / ἐπαφρίζω)流泡沫
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 沫(1) 路9:39
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ὁ espuma del mar σκευὴ μέλανος· ... θαλλοὶ φοίνικος ἀρσενικοῦ γʹ, ἀ. θαλάσσης preparación de la tinta: tres ramos de una palmera macho, espuma de mar P IV 3204 de la boca (e.e., signo de epilepsia), señal divina χαῖρε δὲ, ... καὶ καθαρῶν στομάτων ἀφρὸν ἥμερον ἐξαναβλύζων te saludo también a ti, que haces brotar espuma serena de bocas purificadas P IV 942
Translations
foam
Afrikaans: skuim; Albanian: shkumë; Arabic: رَغْوَة, زَبَد, زَبَد البَحْر; Egyptian Arabic: ريم, رغوة; Hijazi Arabic: رَغْوَة, زَبَد; Moroccan Arabic: كشكوشة; Armenian: փրփուր; Aromanian: spumã; Assamese: ফেন, ফেনা; Azerbaijani: köpük; Bashkir: күбек; Basque: apar; Belarusian: пена; Bengali: ফেনা; Berber Tashelhit: aluffi; Bikol Central: subo; Bulgarian: пяна; Burmese: အမြှုပ်, အမြှုပ်; Catalan: escuma; Chepang: भोप्; Cherokee: ᎤᏬᎩᏟ; Cheyenne: é'távo; Chinese Mandarin: 泡沫, 沫, 泡; Chuvash: кӑпӑк; Czech: pěna; Dalmatian: sploima; Danish: skum; Dutch: schuim; Esperanto: ŝaŭmo; Estonian: vaht; Faroese: skúm; Fijian: vuso; Finnish: vaahto; French: écume, mousse; Friulian: sbrume; Galician: escuma, foula, babuxa, cachón, bogada, cuspia; Georgian: ქაფი; German: Schaum; Alemannic German: Schuum; Bavarian: schaum; Gothic: 𐍈𐌰𐌸𐍉; Greek: αφρός; Ancient Greek: ἀφρός, ἄχνη, ἄχνα, ἀφρισμός; Hawaiian: huʻa; Hebrew: קֶצֶף; Hindi: झाग, कोप, फेन; Hungarian: hab; Icelandic: froða; Ido: spumo; Indonesian: busa; Ingush: чоп; Irish: sobal, cúr; Italian: schiuma; Japanese: 泡, 泡; Kazakh: көбік, көпіршік; Khmer: ពពុះ; Korean: 거품; Kurdish Central Kurdish: کەف; Northern Kurdish: kef; Kyrgyz: көбүк; Lao: ຟອງ, ລະລອກ, ໂຟມ; Latin: spuma; Latvian: putas; Lezgi: каф; Lithuanian: puta; Low German German Low German: Schuum; Macedonian: пена; Malay: busa; Malayalam: പത; Maltese: ragħwa; Manchu: ᠣᠪᠣᠩᡤᡳ, ᡥᠣᡶᡠᠨ; Maori: hukanga, pūtai, pūpūtai; Middle English: fom; Mongolian: хөөс; Neapolitan: scumma; Norwegian Bokmål: skum; Nynorsk: skum; Occitan: escuma; Old English: fām; Oromo: hoomacha; Ossetian: фынк; Ottoman Turkish: كوپوك, كف; Persian: کف; Plautdietsch: Schum; Polish: piana; Portuguese: espuma; Romanian: spumă; Russian: пена; Samoan: piapia; Sanskrit: फेन; Sardinian: sprumma, spuma, ispruma; Scottish Gaelic: cobhar, cop; Serbo-Croatian Cyrillic: пена, пјена; Roman: pena, pjena; Shor: кӧбӱк; Sicilian: scuma; Slovak: pena; Slovene: pena; Spanish: espuma; Swahili: povu; Swedish: skum; Sylheti: ꠚꠦꠘ; Tagalog: bula; Tajik: кафк; Tamil: நுரை; Tarifit: kuffu; Tatar: күбек; Telugu: నురగ; Thai: ฟอง, โฟม; Turkish: köpük; Turkmen: köpük; Udmurt: шукы; Ukrainian: пі́на; Urdu: جھاگ; Uyghur: كۆپۈك; Uzbek: koʻpik; Venetian: sbiùma; Vietnamese: bọt; Wakhi: xuf; Walloon: schome; Welsh: ewyn; West Frisian: skom; White Hmong: npuas; Yagnobi: хаф; Yiddish: פּינע, שוים; Yámana: sia