ἀνάγωγος

From LSJ
Revision as of 07:53, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγωγος Medium diacritics: ἀνάγωγος Low diacritics: ανάγωγος Capitals: ΑΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: anágōgos Transliteration B: anagōgos Transliteration C: anagogos Beta Code: a)na/gwgos

English (LSJ)

ἀνάγωγον, ill-bred, Timo 51 (Sup.), Plu.2.147f; καύχησις Phld.Vit.p.27 J.; ἀνάγωγος καὶ ἀπαίδευτος τρόπος D.S.34/5.2.35; tasteless, σκώμματα Longin.34.2; ῥητορική D.H.Orat.Vett.1; unlearned, Plb. 12.25.6; dissolute, περὶ τὰς ἡδονάς Plu.2.140b; of horses and dogs, poorly trained, ill-broken, unmanageable, X.Mem.3.3.4, 4.1.3, prob. l. in Arist.Ath. 49.1. Adv. ἀναγώγως = roughly, ineptly Macho ap.Ath.13.580e, LXX 2 Ma.12.14 (Comp.); inerudite et ἀνάγωγος Tiro ap.Gell.6.3.12.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inculto, falto de instrucción de pers. γραμμοδιδασκαλίδης Timo 51, συγγραφεύς Plb.12.25.6, cf. 34.14.3, PSI 1160.6 (I a.C.), Plu.2.46b, A.Al.1.2.6, PMasp.305.26 (VI a.C.)
de abstr. ῥητορική D.H.Orat.Vett.1, καύχησις Phld.Vit.p.27, ἀμαθία Ph.1.170, λόγος Ph.1.693
de caballos y perros indisciplinado, mal domado X.Mem.3.3.4, 4.1.3.
2 grosero τρόπος D.S.Fr.inc.34/35.2.35, σκώμματα Longin.34.2, σύνδειπνος Plu.2.147f
disoluto ἀκρατὴς δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ ἀ. Plu.2.140b.
II adv. ἀναγώγως = de manera inculta, toscamente Macho 322, Tiro en Gell.6.3.12
neutr. compar. como adv. LXX 2Ma.12.14.

German (Pape)

[Seite 185] (ἀγωγή), ohne gehörige Bildung, VLL. ὁ μὴ τῆς δεούσης ἀγωγῆς τετυχηκώς; öfter Plut.; superl. ἀναγωγότατος, Ath. XIII, 588 a; von Hunden, noch nicht abgerichtet, Gegensatz καλῶς ἀχθεῖσαι, Xen. Mem. 4, 1, 3; von Pferden, nicht zugeritten, 3, 3, 4. – Adv. ἀναγώγως, roh, Gell. 7, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans conduite, déréglé;
2 mal dressé (chien, cheval).
Étymologie: , ἀγωγή.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάγωγος:
1 невоспитанный, разнузданный, распущенный (περὶ τὰς ἡδονάς, ἐν τῷ πίνειν Plut.);
2 необученный, ненатасканный (κύων Xen.); необъезженный (ἵππος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγωγος: -ον, ὁ κακῶς ἀνατεθραμμένος, κακῶς ἠγμένος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Α· ἀμαθής, ἄνευ παιδεύσεως, Πολύβ. 12, 25, 6: ἀκόλαστος, Πλούτ. 2. 140Α, κτλ.: ἐπὶ ἵππων καὶ κυνῶν, ἀτίθασος, ἀδάμαστος, Ξεν. Ἀπομ. 3. 3, 4., 4. 1, 3: ― Ἐπίρρ. -γως Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε.

Greek Monotonic

ἀνάγωγος: -ον (ἀγωγή), αυτός που έχει φτωχή ή άσχημη εκπαίδευση· λέγεται για άλογα, ατίθασος, αδάμαστος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀγωγή
ill-trained, of horses, ill-broken, unmanageable, Xen., etc.

Mantoulidis Etymological

(=κακοαναθρεμμένος). Ἀπό τό α στερητ. + ἀγωγή (=μόρφωση). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω.