Ζέφυρος

From LSJ
Revision as of 05:45, 26 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ζέφῠρος Medium diacritics: Ζέφυρος Low diacritics: Ζέφυρος Capitals: ΖΕΦΥΡΟΣ
Transliteration A: Zéphyros Transliteration B: Zephyros Transliteration C: Zefyros Beta Code: *ze/furos

English (LSJ)

ὁ, any westerly wind, Βορέης καὶ Ζέφυρος, τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον Il.9.5: coupled with Νότος, 21.334; opp. Εὖρος, Od.5.332, 19.206; Ζέφυρος δυσαής, ἔφυδρος, 5.295, 14.458; ψυχρός Arist.Pr.946a17; but εὐδιεινὸς καὶ ἥδιστος ib.943b21; ὁπότε νέφεα Ζ. στυφελίξῃ Il.11.305; ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο θέοιμεν, of horses, 19.415; later, the due West wind, opp. ἀπηλιώτης, Arist.Mete.363b12, cf.Mu.394b26; but rather northwest in Id.Pol.1290a19. (Prob. cogn. with ζόφος, cf. ζοφόπνοια.)

German (Pape)

[Seite 1138] ὁ (nom. pr.), Nordnordwest- od. Abendwind, Il. 9, 5, mit Boreas zusammen aus Thracien wehend, aber 21, 334 mit Notus verbunden; übh. von ἕως, vgl. Buttm. Lexil. I p. 2101 wehende Wind, dem Euros entgeggstzt, Od. 5, 332. 19, 206; nach Arist. mund. 4 ὁ ἀπὸ δύσεως πνέων, u. zwar genauer ἀπὸ τῆς ἰσημερινῆς; heftig stürmend, Od. 5, 295. 22, 289; regenbringend, 14, 458; lieblich wehend, 4, 567, u. so bes. bei Sp.

Russian (Dvoretsky)

Ζέφῠρος:Зефир (бог западного ветра, сын Астрея и Эос, отец коней Ксанта и Балия - от Подарги, и Карпа - от Хлориды) Hom., Hes.

Greek (Liddell-Scott)

Ζέφῠρος: ὁ, ὁ δυσμικὸς ἄνεμος, Λατ. Favonius, ἀλλὰ παρ᾿ Ὁμ, πᾶς ἐκ δυσμῶν ἐρχόμενος ἄνεμος, Βορέης καὶ Ζ., τώτε Θρῄκηθεν ἄητον Ἰλ. Ι. 5· ὡσαύτως ἐναντίον τοῦ Εὔρου, Ὀδ. Ε. 332, Τ. 206· - συχνάκις παριστανόμενος ὡς θυελλώδης καὶ ὑετώδης, Ε. 295, Ξ. 458, καὶ ὡς καθαρίζων τὸν οὐρανόν, ὁπότε νέφεα Ζ. στυφελίξῃ Ἰλ. Λ. 305· ὡς ἤπιος καὶ ἥσυχος, Ὀδ. Δ. 567 (οὕτω κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς)· ὁ Ζέφυρος ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ ὠκύτατος τῶν ἀνέμων, Ἰλ. Τ. 415· καὶ οὕτως, ὡς πρόσωπον, ἐνυμφεύθη τὴν ἅρπυιαν Ποδάργην (ὠκύποδα), Π. 150· ἴδε Nitzsch Ὀδ. Β. 420· - παρ᾿ Ἀριστ., ὁ Ζέφυρος εἶνε ὁ ἀκριβῶς δυσμικός ἄνεμος, ἐναντίος τοῦ ἀπηλιώτου, Μετεωρ. 2. 6, 6· ἀλλ᾿ ἐν Κόσμ. 4, 12, εἶνε ὡσαύτως ὁ Β. Δυτικός, πρβλ. Πολ. 4. 3, 7· καὶ αὕτη ἡ ποικιλία δικαιολογεῖ τὰς διαφόρους περιγραφὰς τοῦ ἀνέμου τούτου παρ᾿ Ὀμ. ὡς καὶ παρ᾿ Ἀριστ. Προβλ. 26. 31 (εὐδιεινὸς καὶ ἥδιστος), καὶ 26. 52 (ψυχρός). (Ἐκ τοῦ ζόφος, ὡς Εὖρος ἐκ τοῦ ἕως, πρβλ. Ἀριστ. π. Ἀνέμ. 8.)

English (Slater)

Ζέφῠρος
1 west wind εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ (N. 7.29) σειρῆνα κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16. test., Strabo, 2. 91. 9, = fr. 51 Schr., = fr. 33a Snell, v. Ἡρακλέης test.

Greek Monotonic

Ζέφῠρος: ὁ, Ζέφυρος (ό,τι και στη Ν.Ε.), δυτικός άνεμος, Λατ. Favonius, σε Όμηρ. κ.λπ.· άνεμος που έρχεται και πνέει από τα δυτικά, συχνά παριστάνεται θυελλώδης, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά και εξαγνιστικός, ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ, σε Ομήρ. Ιλ. (από τη λέξη ζόφος, νύχτα, το κομμάτι της ημέρας στο οποίο επικρατεί σκοτάδι, όπως το Εὖρος από τη λέξη ἕως, αυγή).

Middle Liddell

Ζέφῠρος, ὁ,
Zephyrus, the west wind, Lat. Favonius, Hom., etc.; westerly wind, often represented as stormy, Od.; but also as clearing, ὁπότε νέφεα Z. στυφελίξῃ Il. [From ζόφος night, the region of darkness, as Εὖρος from ἕως, the morn.]

Translations

zephyr

Armenian: զեփյուռ; Old Armenian: զեփիւռ; Belarusian: зефі́р; Bulgarian: зефир; Chinese Mandarin: 和風, 和风, 微風, 微风; Czech: zefýr; Dutch: briesje; Esperanto: zefiro; Estonian: läänetuul; Finnish: tuulenhenkäys, tuulonen; French: zéphyr; Georgian: ნიავი, სიო, ზეფირი; German: Zephir; Hebrew: צפריר \ צַפְרִיר; Hungarian: zefír; Ido: zefiro; Italian: zefiro, zeffiro; Japanese: 微風; Latin: zephyrus; Maori: kōtengitengi, hau maiangi; Persian: باد فرودین, باد دبور; Polish: zefir; Portuguese: zéfiro; Romanian: zefir; Russian: зефир, лёгкий ветерок, ветерок; Serbo-Croatian: зефир; Spanish: céfiro; Ukrainian: зефі́р