παραμελέω
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
disregard, pay no heed to, τινων Gorg.Pal.20, Th.1.25; τοῦ πράγματος Lys.9.1; τῆς μητρός X.Mem.2.2.14, etc.: abs., παρημελήκεε he recked little, Hdt. 1.85; παραμελοῦντες being negligent, Pl.R. 555d; neglect a duty, τῆς χορηγίας Mitteis Chr.96 iii 4 (iv A.D.):—Pass., to be slighted or abandoned, θεοῖς by the gods, A. Th.702; ὑπό τινων Pl.R. 620c: abs., A.Eu.300; ἀνὴρ… οὐ τῶν παρημελημένων ἐν ἱστορίᾳ no mean historian, Plu.2.862b.
German (Pape)
[Seite 489] vernachlässigen; absolut, Her. 1, 85, παρημελήκει, er machte sich Nichts daraus; τινός, Thuc. 1, 25; τῆς μητρός, Xen. Mem. 2, 2, 14; Folgde. – Pass., Aesch. θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, Spt. 684, vgl. Eum. 290; παρημελημένον βίον ὑπὸ τῶν ἄλλων, Plat. Rep. X, 620 c; Arist. eth. 10, 4 u. Sp., wie Plut., καταβάλλων ἑαυτὸν ὥς τινα τῶν παρημελημένων, Caes. 38.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
laisser de côté, faire peu de cas de, négliger : τινος faire peu de cas de qqn ou de qch ; Pass. être négligé, abandonné.
Étymologie: παρά, μέλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αμελέω veronachtzamen, verwaarlozen; met gen.:; αὐτῶν παρημέλουν zij veronachtzaamden hen Thuc. 1.25.3; pass.:; παρημελημένον ἔρρειν verwaarloosd ten onder gaan Aeschl. Eum. 300; abs. onverschillig zijn:. Κροῖσος... παρημελήκεε het liet Croesus koud Hdt. 1.85.3.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰμελέω: не обращать внимания, пренебрегать, быть равнодушным: ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε Her. постигнутый несчастьем (Крез) был равнодушен (к смерти); τοῦ πράγματος π. Lys. пренебречь сутью дела; π. τῆς μητρός Xen. быть непочтительным к (своей) матери; θεοῖς παραμελεῖσθαι Aesch. быть покинутым богами; ἀνὴρ οὐ τῶν παρημελημένων Plut. человек из немаловажных.
Greek Monotonic
παρᾰμελέω: μέλ. -ήσω, αφήνω να περάσει και αψηφώ, είμαι αδιάφορος, τινός, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., παρημελήκεε, παρέκκλινε λίγο, σε Ηρόδ.· παραμελοῦντες, είναι απρόσεκτοι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκαταλελειμένος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰμελέω: ὡς καὶ νῦν, μετὰ γενικ., τοῦ μὲν πράγματος παρημελήκασι, τὸν δὲ τρόπον μου ἐπεχείρησαν διαβάλλειν Θουκ. 1. 25, Λυσ. 114. 20 εἴ τι παρημέληκα τῆς μητρὸς Ξεν. Ἀποσπ. 2. 2, 14, κτλ.· ἀπολ., παρημελήκεε Ἡρόδ. 1. 85· παραμελοῦντες Πλάτ. Πολ. 555D· - Παθ., παραμελοῦμαι ἢ ἐγκαταλείπομαι, θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 702, πρβλ. Εὐμ. 300, Πλάτ. Πολ. 620C· ἀνὴρ ... οὐ τῶν παρημελημένων, οὐχὶ ἐκ τῶν καταφρονουμένων, τῶν ἀσημάντων, Πλούτ. 2. 862Β.
Middle Liddell
fut. ήσω
to pass by and disregard, to be disregardful of, τινός Thuc., Xen., etc.: absol., παρημελήκεε he recked little, Hdt.; παραμελοῦντες being negligent, Plat.:—Pass. to be abandoned, Aesch.