εὐχαριστία

From LSJ
Revision as of 07:25, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχᾰριστία Medium diacritics: εὐχαριστία Low diacritics: ευχαριστία Capitals: ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Transliteration A: eucharistía Transliteration B: eucharistia Transliteration C: efcharistia Beta Code: eu)xaristi/a

English (LSJ)

ἡ,
A thankfulness, gratitude, Decr. ap. D.18.91, Stoic.3.67, Phld.Ir.p.93 W.; τοῦ δήμου OGI227.6 (Didyma, iii B.C.); πρός τινα D.S.17.59, PLond.3.1178.25 (ii A.D.); πρὸς τὸν θεόν Plb.1.36.1; ἀπόντι μᾶλλον εὐχαριστίαν ποίει Men.693.
2 giving of thanks, εἰς εὐχαριστίαν θεοῦ SIG798.5 (Cyzicus, i A.D.), cf. Ph.1.60, LXX Wi.16.28, Corp.Herm.1.29, etc.: pl., ποιεῖσθαι εὐχαριστίας 1 Ep.Ti.2.1.

German (Pape)

[Seite 1108] ἡ, Dankbarkeit, Dem. 18, 92, in einem Dekrete der Byzantier; Pol. 8, 14, 8 u. a. Sp.; ἡ πρὸς Ἀλέξανδρον εὐχ. D. Sic. 17, 59, Danksagung; Plut. – Bei den K. S. das heilige Abendmahl.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 reconnaissance;
2 action de grâces.
Étymologie: εὐχάριστος.

Russian (Dvoretsky)

εὐχᾰριστία:
1 благодарность, признательность Dem., Polyb.;
2 воздание благодарности, благодарение (πρός τινα Diod.; τινί NT).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχᾰριστία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, συναίσθησιςἔκφρασις εὐγνωμοσύνης, εὐγνωμοσύνη, Ἱππ. 28. 11, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 256. 19· πρός τινα Διόδ. 17. 59· ἀπόντι μᾶλλον εὐχ. ποίει Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 146. 2) ἀπονομὴ εὐχαριστίας, ἡ «ἁγία Εὐχαριστία», ἤτοι τὸ Κυριακὸν δεῖπνον, Ἰγνάτ. 700Β, 713Β, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. 1. 65, κλ. 3) τὰ ἅγια δῶρα, ὁ ἡγιασμένος ἄρτος καὶ οἶνος, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. Ι. 66 (Τρυφ. 70), Κλημέντια 12. 36, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 692Β, κλ.

English (Strong)

from εὐχάριστος; gratitude; actively, grateful language (to God, as an act of worship): thankfulness, (giving of) thanks(-giving).

English (Thayer)

εὐχαριστίας, ἡ (εὐχάριστος, which see);
1. thankfulness: decree of the Byzantines in Demosthenes, p. 256,19; Polybius 8,14, 8; Additions to 8:12 d], Fritzsche edition; πρός τινα, Diodorus 17,59; Josephus, Antiquities 3,3.
2. the giving of thanks: τῷ Θεῷ (cf. Winer's Grammar, § 31,3; (Buttmann, 180 (156)); Kühner, § 424,1), τοῦ Θεοῦ, 1 Timothy 2:1.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐχαριστία και εὐχαριστεία)
1. συναίσθηση οφειλόμενης χάρης, έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη
2. ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία
3. φρ. α) «θεία ευχαριστία» — η θεία μετάληψη, το μυστήριο της μετουσιώσεως του άρτου και του οίνου σε αίμα και σώμα κατά την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία
β) «έχω ευχαριστία» — χρωστώ χάρη σε κάποιον ή νιώθω ευγνωμοσύνη για κάτι
4. ευχαριστήρια προσφορά
μσν.
1. ευχαρίστηση, ικανοποίηση
2. χαρά, απόλαυση
αρχ.
απονομή ή απόδοση δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχαριστώ (< ευχάριστος)].

Greek Monotonic

εὐχᾰριστία: ἡ,
1. ευγνωμοσύνη, ευαρέσκεια, σε Ψήφ. παρά Δημ.
2. απονομή ευχαριστιών.

Middle Liddell

εὐχᾰριστία, ἡ,
1. thankfulness, gratitude, Decret. ap. Dem.
2. a giving of thanks. [from εὐχάριστος

Chinese

原文音譯:eÙcarist⋯a 由-哈里士提阿
詞類次數:名詞(15)
原文字根:好-喜樂
字義溯源:感激,感謝,祝謝,感恩;源自(εὐχάριστος)=感恩);由(εὖ / εὖγε)=好)與(χαρίζομαι)=恩待)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善),而 (χαρίζομαι)出自(χάρις)=恩典), (χάρις)又出自(χαίρω)*=歡樂的)
出現次數:總共(15);徒(1);林前(1);林後(3);弗(1);腓(1);西(2);帖前(1);提前(3);啓(2)
譯字彙編
1) 感謝(12) 林前14:16; 林後4:15; 林後9:11; 林後9:12; 弗5:4; 腓4:6; 西2:7; 帖前3:9; 提前4:3; 提前4:4; 啓4:9; 啓7:12;
2) 感恩(2) 西4:2; 提前2:1;
3) 感激(1) 徒24:3

Wikipedia LA

Eucharistia (ex Graeco εὐχαριστία 'gratiarum actio'), etiam Communio Sancta, Sacramentum Mensae, Sacramentum Beatum, Coena Domini, Missa, Sancta Missa, et alia nomina appellata, est sacramentum quod commemoratio Ultimae Cenae late habetur, cibi extremi quem Iesus Christus suique inter se communicaverunt antequam ipse in custodiam datus est et postremo crucifixus est.