ἡβητήριον

From LSJ
Revision as of 05:40, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebung" to "Übung")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβητήριον Medium diacritics: ἡβητήριον Low diacritics: ηβητήριον Capitals: ΗΒΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hēbētḗrion Transliteration B: hēbētērion Transliteration C: ivitirion Beta Code: h(bhth/rion

English (LSJ)

τό, a place where young people meet, for exercise and amusement, Plu.Pomp.40,53, Ath.10.425e, D.C.61.17, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1149] τό, Versammlungsort junger Leute, gew. der Vergnügungsort, Lustort, Plut. Pomp. 40. 53; Ath. X, 438 b (Her. hat dafür ἐνηβητήριον), der auch ibd. 425 e bemerkt, daß die συμπόσια so genannt werden; aber auch zu wissenschaftlichen Übungen, παιδευτήριον, Suid.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de réunion et de divertissement pour la jeunesse.
Étymologie: ἡβάω.

Russian (Dvoretsky)

ἡβητήριον: τό гебетерий, место для собраний и увеселений молодежи Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβητήριον: τό, τόπος ἔνθα νέοι συνερχόμενοι ἤσθιον, ἔπινον, ἠσκοῦντο καὶ διεσκέδαζον, Πλούτ. Πομπ. 40. 53, πρβλ. Ἀθήν. 425E, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡβητήριον, τὸ (Α) ηβητήρ
1. τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι έφηβοι για γυμναστική ή διασκέδαση, παιχνίδι
2. συμπόσιο.

Greek Monotonic

ἡβητήριον: τό, μέρος στο οποίο συναντώνται οι νέοι για να φάνε και να πιουν, για να ασκηθούν και να ψυχαγωγηθούν, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἡβητήριον, ου, τό,
a place where young people meet, to eat and drink, exercise and amuse themselves, Plut. [from ἡβητής