ὀξύχολος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ὀξύχολον, quick to anger, Sol.13.26, S.Ant.955 (v.l. for ὀξυχόλως), AP9.127; τὸ ὀ. Luc.Fug.19.
German (Pape)
[Seite 355] scharfgallig, jähzornig; Luc. D. D. 24, 2; Ep. ad. 404 (IX, 127) u. sonst. – Adv., Soph. ζεύχθη δ' ὀξυχόλως παῖς ὁ Δρύαντος, Ant. 945.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irascible (propr. qui a la bile prompte) ; τὸ ὀξύχολον, l'irascibilité.
Étymologie: ὀξύς, χολή.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύχολος: (ῠ) пылкий, горячий или вспыльчивый Soph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύχολος: -ον, ταχὺς εἰς ὀργήν, Σόλων 12. 26, Σοφ. Ἀντ. 955 (κατὰ Scaliger ἀντὶ ὀξυχόλως), Ἀνθ. Π. 9. 127· - τὸ ὀξύχολον = ὀξυχολία, Λουκ. Δραπέτ. 19.
Greek Monolingual
ὀξύχολος, -ον (Α)
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύχολον
η οξυθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χόλος (πρβλ. πικρόχολος)].
Greek Monotonic
ὀξύχολος: -ον, ευέξαπτος, ευερέθιστος, σε Σόλωνα, Σοφ.