δοξόσοφος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
δοξόσοφον, wise in one's own conceit, Pl.Phdr.275b; pretending to wisdom, Arist.Rh.1387b32.
Spanish (DGE)
-ον
creído de su propio saber, fatuamente sabio δοξόσοφοι γεγονότες ἀντὶ σοφῶν Pl.Phdr.275b, cf. Arist.Rh.1387b32, Gal.5.100, Clem.Al.Strom.7.15.92.
German (Pape)
[Seite 658] sich weise dünkend; Plat. Phaedr. 275 b; Arist. rhet. 2, 10 u. Sp. Vgl. δοκησίσοφος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se croit sage.
Étymologie: δόξα, σοφός.
Russian (Dvoretsky)
δοξόσοφος: ὁ мнимый мудрец Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δοξόσοφος: -ον, ὁ οἰόμενος ἑαυτὸν σοφὸν εἶναι, Πλάτ. Φαίδρ. 275Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· πρβλ. δοκησίσοφος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δοξόσοφος, -ον)
δοκησίσοφος.
Greek Monotonic
δοξόσοφος: -ον, αυτός που στην αντίληψή του είναι σοφός, μωρόσοφος, σε Πλάτ.