παιδοφόνος

From LSJ
Revision as of 10:38, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Med.''" to "E., ''Med.'' ")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοφόνος Medium diacritics: παιδοφόνος Low diacritics: παιδοφόνος Capitals: ΠΑΙΔΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: paidophónos Transliteration B: paidophonos Transliteration C: paidofonos Beta Code: paidofo/nos

English (LSJ)

παιδοφόνον, killing children, ἀνήρ the slayer of my children, Il.24.506, cf. Porph.Abst.3.19; λέαινα E., Med. 1407 (anap.); συμφορὴ π. the accident or calamity of having killed a son, Hdt.7.190; π. αἷμα the blood of slain children, E.HF1201 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 442] Kinder, Knaben tödtend; ἀνήρ, Il. 24, 506; συμφορή, Her. 7, 190; λέαινα, Eur. Med. 1407; auch αἷμα παιδοφόνον, Kindermord, Herc. Fur. 1201; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des enfants.
Étymologie: παῖς, πεφνεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδοφόνος -ον [παῖς, φόνος] kinderen dodend.

Russian (Dvoretsky)

παιδοφόνος: связанный с убийством детей, детоубийственный: ἀνὴρ π. Hom. детоубийца, т. е. Ахилл, (убивший сына Приама); αἷμα παιδοφόνον Eur. детоубийство; π. λέαινα Eur. убивающая собственных детей львица, т. е. Медея; π. συμφορή Her. трагическая гибель детей.

English (Autenrieth)

slayer of one's children, Il. 24.506†.

Greek Monolingual

-ο (Α παιδοφόνος, -ον)
αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φόνος (< φόνος < θείνω «φονεύω»), πρβλ. ανδροφόνος].

Greek Monotonic

παιδοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει παιδιά, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· παιδοφόνος συμφορή, το δυστύχημα ή η συμφορά του να έχει κάποιος σκοτώσει παιδί, σε Ηρόδ.· παιδοφόνον αἷμα, το αίμα σκοτωμένων παιδιών, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοφόνος: -ον, ὁ φονεύων παιδία, ἀνὴρ Ἰλ. Ω. 506· λέαινα Εὐρ. Μήδ. 1407· ἦν γάρ τις καὶ τοῦτον ἄχαρις συμφορὴ λυπεῦσα παιδοφόνος, ἡ συμφορὰ ὅτι ἐφόνευσε τὸν ἑαυτοῦ παῖδα, Ἡρόδ. 7. 190· π. αἷμα, τὸ αἷμα τῶν πεφονευμένων τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1201.

Middle Liddell

παιδο-φόνος, ον, [*φένω
killing children, Il., Eur.; π. συμφορή the accident or calamity of having killed a son, Hdt.; π. αἷμα the blood of slain children, Eur.

Translations

infanticide

Armenian: մանկասպան, որդեսպան, տղայասպան; Old Armenian: մանկասպան, որդեսպան, տղայասպան; Chinese Dutch: kindermoordenaar, kindermoordenares; Estonian: lapsetapja; Finnish: lapsenmurhaaja; French: infanticide; Galician: infanticida; German: Kindesmörder, Kindesmörderin; Greek: παιδοφόνος, τεκντοκτόνος; Ancient Greek: παιδοφόνος, παιδοφόντης, παιδοφονεύς; Hungarian: gyermekgyilkos, csecsemőgyilkos; Icelandic: barnsmorðingi; Macedonian: чедоубиец; Polish: dzieciobójca, dzieciobójczyni; Portuguese: infanticida; Russian: детоубийца; Spanish: infanticida; Swedish: barnamördare, barnamörderska; Volapük: cilisasenan, cilihisasenan, cilijisasenan