διασείω

Revision as of 12:30, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " )" to ")")

English (LSJ)

A shake violently, Hp.Morb.1.6, dub. in Arist.Ath.64.2; τι εἰς ἀταξίαν Pl.Ti. 85e, cf. 88a; τὴν κεφαλήν Plu.2.435c: c. dat., δ. τοῖν χεροῖν Aeschin. Socr.50; δ. τῇ οὐρᾷ to keep wagging the tail, X.Cyn.6.15:—Med., shake people off, shake oneself free, D.H.1.56.
2 confound, throw into confusion, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109; τοὺς ἀκούοντας Plb.18.45.2; intimidate, oppress, Id.10.26.4, cf. OGI519.14 (Pass.); browbeat, PTaur.1viii13(ii B.C.); extort money by intimidation from a person, PPar.15.37(ii B.C.), Ev.Luc.3.14, etc.: c. gen., PTeb.41.10 (ii B.C.):—Pass., POxy.284.5(i A. D.).
3 of political affairs, throw into confusion, Plu.Cic.10.
4 stir up, in Pass., Dam.Pr.29.
5 sound, take the measure of, Plu.2.580d,704d.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. perf. διασέσεισμαι Plu.2.1059a]
I tr.
1 c. ac. de n. concr. sacudir con brío o violencia, agitar, hacer temblar τὰς ἶνας Pl.Ti.85e, cf. 88a, τὰς οὐράς X.Cyn.6.15, τὰ δ' ἱμάτια Arist.Mete.359a22, τὰ τείχη ... τοῖς κριοῖς D.S.20.48, cf. D.C.37.16.3, τὸ ἀγγεῖον Plu.TG 17, τὴν κεφαλήν Plu.2.435c, τὸ γόμφωμα Plu.Marc.15, ἄνεμος ... τὰς ἀμπέλους Luc.VH 1.24, ἐμαυτόν Luc.Icar.19, en v. pas. ὅκως τὸ κλύσμα διασείηται Hp.Steril.221, τῶν τειχέων καὶ τῶν πύργων διασεισθέντων IG 12(3).30.7 (Telos III a.C.), τάφον ... ὑπὸ κεραυνοῦ διασεῖσθαι D.S.13.86, τοῖς φορείοις ἀτρέμα διασεισθέντες Plu.2.1099c, cf. I.BI 4.67, 5.153, Arr.Cyn.10.4
en v. med. mismo sent. ἵπποι ... τὰ μὲν χαλινὰ διεσείοντο D.S.17.34, διασεισάμενόν τε τὴν ... χαίτην Alex.Mynd. en Ath.221d.
2 fig. c. ac. de pers. o abstr. sacudir, conmover, confundir τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109, μικρὰ πρόφασις ... αὐτὰ διέσεισε D.11.7, τὴν στάσιν τοῦ γενετοῦ καὶ φθαρτοῦ Ph.1.84, cf. 316, τὰ παρόντα Plu.Cic.10, τὰς συντάξεις Aristid.Or.6.16, τὸ συμπόσιον Plu.2.704d, σε Luc.Merc.Cond.20, en v. pas. σοι διασέσεισμαι me has llenado de confusión Plu.2.1059a.
3 c. ac. de pers. intimidar τοὺς υἱεῖς ... ἐπὶ προφάσεσιν ἀλόγοις Plb.10.26.4, cf. 18.45.2, ἡμᾶς PRyl.563.4 (III a.C.), τὸν Εὐθύφρονα μετὰ παιδιᾶς Plu.2.580d, ἀνθρώπους A.Al.1.2.8
en v. pas. dejarse intimidar ὑπὸ μηδενὸς διασεισθέντες τῶν ὑπαρχόντων LXX 3Ma.7.21, πόσοι διεσείσθησαν παρ' αὐτῶν ... ἵνα μὴ ... Ath.Al.H.Ar.31.5
extorsionar frec. ref. a abusos de funcionarios μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε Eu.Luc.3.14, τοὺς ἀντιδίκους PTor.Choachiti 12.8.13, cf. 11bis.37 (ambos II a.C.), ἡμᾶς SB 13093.16, cf. PTeb.41.10 (ambos II a.C.), c. dos ac. διέσεισέν με ἀργύριον PMich.174.15, cf. PYoutie 16.19 (ambos II a.C.), en v. pas. διεσείσθην ὑπὸ Δάμιτος γενομένου πράκτορος SB 11902.7, cf. POxy.284.5 (ambos I d.C.), MAMA 10.114.23 (Frigia III d.C.).
II intr.
1 hacer movimientos c. dat. τοῖν χεροῖν Aeschin.Socr.50.
2 medic. practicar la sucusión μηδὲ πύον διασείοντα γινώσκειν Hp.Morb.1.6, cf. 17, Epid.6.8.28, en v. pas. Hp.Morb.1.15.
3 en v. med. sacudirse de una atadura, liberarse c. gen. καταρχομένων αὐτῆς τῶν θυτήρων D.H.1.56
fig. agitarse νοήσεως ἴχνος τι ἐν ἡμῖν Dam.Pr.29.

German (Pape)

[Seite 601] (s. σείω), durchschütteln, erschüttern; Plat. Tim. 87 e; τὸ γόμφωμα, Plut. Marc. 15; τοὺς ἀκούοντας, Pol. 18, 28, 2; in Furcht setzen, 10, 26, 4; vgl. τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Her. 6, 109, verwirren, wie τὰ παρόντα Plut. Cic. 10. Auch ταῖς οὐραῖς, = διασαίνω, Xen Cyn. 6-15. – Bei Sp. von Beamten, welche ihre Gewalt mißbrauchen u. durch Drohungen Geschenke erpressen.

French (Bailly abrégé)

1 remuer, agiter de côté et d'autre;
2 ébranler fortement, troubler;
3 intimider, effrayer;
NT: extorquer à quelqu'un.
Étymologie: διά, σείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σείω door elkaar (doen) schudden; overdr. opschudden, in opschudding brengen:; τὰ παρόντα δ. de status quo opschudden Plut. Cic. 10.2; (iem.) uitschudden, afpersen.

Russian (Dvoretsky)

διασείω:
1 сильно встряхивать, трясти (τὰ ἱμάτια Arst.; τὴν κεφαλήν Plut.);
2 размахивать (τῇ οὐρᾷ Xen.; τοῖν χεροῖν Arst.);
3 сотрясать, расшатывать (τὸ γόμφωμα Plut.): αἱ οἰκίαι διεσείσθησαν Diod. дома пришли в ветхость;
4 потрясать, смущать, волновать (τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Her.; τοὺς ἀκούοντας Polyb.): τὰ παρόντα διασεῖσαι Plut. совершить переворот в (существующем) положении дел;
5 притеснять, обижать (τινά NT).

Greek (Liddell-Scott)

διασείω: σείω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, τι Πλάτ. Τιμ. 85Ε, 87Ε· τὴν κεφαλὴν Πλούτ. 2. 435C· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ., δ. τοῖν χεροῖν Αἰσχίν. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10· τῇ οὐρᾷ, κινῶ τὴν οὐράν, διασαίνω Ξεν. Κυν. 6, 15. ― Μέσ., ἀποσείω τινὰ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἐλευθεροῦμαι, Διον. Ἁλ. 1. 56. 2) συγχέω, ἐπιφέρω σύγχυσιν, φέρω εἰς σύγχυσιν, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Ἡρόδ. 6. 109· τοὺς ἀκούοντας Πολύβ. 18. 28, 2· ἐμβάλλω φόβον, φοβίζω, ὁ αὐτ. 10. 26, 4· διὰ τῆς βίας λαμβάνω χρήματα παρά τινος ἐκφοβίζων αὐτὸν (πρβλ. διασεισμός), Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14. 3) ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, Πλούτ. Κικ. 10.

English (Strong)

from διά and σείω; to shake thoroughly, i.e. (figuratively) to intimidate: do violence to.

English (Thayer)

1st aorist διεσεισα; in Greek writings from Herodotus down; to shake thoroughly; tropically, to make to tremble, to terrify (הִפְחִיר) to agitate; like concurio in juridical Latin, to extort from one by intimidation money or other property: τινα, A. V. do violence to); Basilica; (Heinichen on Eusebius, h. e. 7,30, 7).

Greek Monolingual

διασείω)
συνταράσσω, τραντάζω, συγκλονίζω
αρχ.
1. συγχέω
2. φοβίζω
3. εκβιάζω κάποιον και του παίρνω χρήματα.

Greek Monotonic

διασείω: μέλ. -σω,
1. κουνώ βίαια, τραντάζω, τι, σε Πλάτ.· δ. τῇ οὐρᾷ, κουνώ την ουρά, δηλ. συνεχίζω να κουνώ την ουρά, σε Ξεν.
2. αναστατώνω, φέρνω σε σύγχυση, συνταράσσω, συγχύζω, σε Ηρόδ.· αποσπώ χρήματα από ένα πρόσωπο, εξαπατώ, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. σω
1. to shake violently, τι Plat., δ.τῇ οὐρᾷ to wag with the tail, i. e. to keep wagging the tail, Xen.
2. to confound, throw into confusion, Hdt.
3. to extort money from a person, NTest.

Chinese

原文音譯:diase⋯w 笛阿-些哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-震
字義溯源:徹底的搖動,強暴,強索,驚嚇;由(διά)*=通過,完全)與(σείω)*=搖動)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 強暴(1) 路3:14