δραπετεύω

From LSJ
Revision as of 15:12, 6 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱπετεύω Medium diacritics: δραπετεύω Low diacritics: δραπετεύω Capitals: ΔΡΑΠΕΤΕΥΩ
Transliteration A: drapeteúō Transliteration B: drapeteuō Transliteration C: drapeteyo Beta Code: drapeteu/w

English (LSJ)

escape, flee, avoid, run away, X.Mem.2.1.16; τινά from one, Pl.Smp. 216b; παρά τινος Luc.Somn.12; δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν = will skulk behind their shields X.HG2.4.16; δραπετεύοντα πολεμεῖν Id.Ages.1.23: metaph., shirk public service, D.42.25; [αἱ δόξαι] δ. ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.Men.98a; ἐκ τοῦ βίου Luc.Peregr.21; ἐκ φιλοσοφίας Plu.2.46e; slip away, εἰς τὸ βάθος, of fluids, Paul.Aeg.6.3.

Spanish (DGE)

(δρᾱπετεύω) I intr.
1 de pers. huir, escapar ref. al que evita una situación de sometimiento: de esclavos δραπετεύειν δεσμοῖς ἀπείργουσι X.Mem.2.1.16, ἐπεὶ οὐ μή με ὑπομείνῃς δραπετεύοντα Vit.Aesop.G 28, τῆς τῶν κεκτημένων χειρός Procop.Goth.3.16.19, cf. 33.12, PStras.612.23 (II d.C.), de combatientes φυλαττόμενοι δὲ δραπετεύσουσιν ἀεὶ ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν X.HG 2.4.16, ὡς μὴ δραπετεύοντα πολεμεῖν δέοι para que no (le) fuera preciso luchar mientras buscaba refugio X.HG 3.4.15, Ages.1.23, τὸν Πάριν δραπετεύσαντα ποιήσας (Homero) καταδυόμενον εἰς τοὺς κόλπους τῆς γυναικός Plu.2.655a, cf. 742d, 766b, de desertores δραπετεύσας παρ' αὐτῆς ηὐτομόλησεν ὡς ἐμέ Luc.Somn.12, de prisioneros PKöln 281.10 (VI d.C.), fig. αἱ δόξαι αἱ ἀληθεῖς ... δραπετεύσουσιν ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.Men.98a, cf. 97d, δραπετεύοντες ἐκ φιλοσοφίας desertando de la filosofía Plu.2.46e.
2 fig., sin implicar alejamiento fís. eludir, rehuir una liturgia, D.42.32, cf. 42.25.
3 fig., c. suj. de males, esp. enfermedades o síntomas marcharse, desaparecer τοῦ πυρετοῦ ... ἐκ τοῦ βουβῶνος δραπετεύοντος Luc.Philops.9, πάσης θεατῶν ὄψεως οἶκτος ἅπας ἐδραπέτευσε Amph.Seleuc.130, τὸ νόσημα τοῦ σώματος ἐδραπέτευσε Chrys.Anom.12.242, cf. Paul.Aeg.6.3
en v. med.-pas. ser puesto en fuga νῦν τὸ πένθος τῶν νεκρῶν ἐδραπετεύθη Amph.Or.7.3.
II tr. huir de, escapar de c. ac. de pers. δραπετεύω οὖν αὐτὸν καὶ φεύγω Pl.Smp.216b
de esclavos ὁρῶντες ... ἡμᾶς αὐτοὺς δραπετεύοντας viéndonos huir de ellos Aristid.Or.5.24, μὴ δραπέτευε σου τοὺς κυρίους Arr.Epict.4.1.146.

German (Pape)

[Seite 665] entlaufen, bes. von Sklaven, Xen. Mem. 2, 1, 16; neben ἀποδιδράσκω Plat. Men. 97 d; καὶ φεαγω αὐτόν Conv. 216 b; παρά τινος, Luc. Somn. 12; ἐκ φιλοσοφίας Plut. de aud. 9.

French (Bailly abrégé)

s'enfuir, s'échapper.
Étymologie: δραπέτης.

Russian (Dvoretsky)

δρᾱπετεύω:
1 бежать, убегать (τινά Plat., ἔκ τινος Plat., Luc., Plut. и παρά τινος Luc.): τοῦ δ. δεσμοῖς ἀπείργειν Xen.;
2 избегать, уклоняться (πολεμεῖν Xen.);
3 укрываться, прятаться (ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱπετεύω: φεύγω, κρυφίως φεύγω, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16· τινά, ἀπό τινος, Πλάτ. Συμπ. 216Β· παρά τινος Λουκ. Ἐνυπν. 12· δραπετεύουσιν ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν, θὰ φύγωσιν ὄπισθεν… κρυπτόμενοι δηλ. ὑπὸ…, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 16· δραπετεύοντα πολεμεῖν ὁ αὐτ. Ἀγησ. 1. 23· [αἱ δόξαι] δρ. ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Μένωνι 98Α· ἐκ τοῦ βίου Λουκ. Περεγρ. 21· - οὐσιαστ. δραπετεία, ἡ, Ἡσύχ. Ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

Greek Monolingual

(AM δραπετεύω)
φεύγω κρυφά
μσν.
αποφεύγω.

Greek Monotonic

δρᾱπετεύω: μέλ. -σω, διαφεύγω, αποδιδράσκω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, σε Ξεν.· τινά, από κάποιον, σε Πλάτ.· δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν, θα διαφύγουν κρυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους, σε Ξεν.

Middle Liddell

δρᾱπετεύω, fut. -σω
to run away, Xen.; τινά from one, Plat.; δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν = will skulk behind their shields, Xen. [from δρᾱπέτης]

Translations

escape

Albanian: arratisem; Arabic: هَرَبَ; Egyptian Arabic: فلت, زوغ, هرب; Armenian: փախչել; Aromanian: scap, ascap; Assamese: পলা, ভাগ; Asturian: escapar; Basque: ihes egin; Bulgarian: отървавам се; Catalan: escapar, fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃生, 逃跑; Czech: uniknout; Dutch: ontsnappen; Esperanto: eskapi; Estonian: pääsema; Finnish: paeta, karata, päästä; French: échapper, s'échapper, fuir; Friulian: scjampâ, sčhampâ; Galician: ciscar, cispar, liscar, iscar, escampaviar, escabildrar, fuxir, afufar, rispar, alimpar; Georgian: გაქცევა; German: entgehen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐌰𐌸𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Greek: δραπετεύω; Ancient Greek: ἀλύσκειν, ἀλύσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποφεύγειν, ἀποφεύγω, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διαφεύγειν, διαφεύγω, διδράσκω, διεκφεύγω, διεκφυγγάνω, διεξοδεύω, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκδιδράσκω, ἐκκυλίνδεσθαι, ἐκπροφεύγω, ἐκτρέχω, ἐκφεύγειν, ἐκφεύγω, ἐκφυγγάνειν, ἐκφυγγάνω, ἐξαλύσκειν, ἐξαλύσκω, ἐξυπαλύσκω, ἐξυπέρχομαι, ἐφορμίζω, παραλανθάνω, παρατρέχω, παραφεύγω, παρεκδύω, παρεκπίπτω, παρέρχεσθαι, ὑπεκκλίνω, ὑπεκπροφεύγω, ὑπεκτρέχειν, ὑπεκτρέχω, ὑπερτρέχω, ὑπερφεύγω, φεύγειν, φεύγω, φυγγάνειν, φυγγάνω; Haitian Creole: chape; Hebrew: נִמְלַט; Hungarian: megszökik; Icelandic: sleppa; Ido: eskapar; Indonesian: kabur; Italian: scappare, fuggire, darsela a gambe; Japanese: 逃げる, 免れる; Kabuverdianu: fuji; Khmer: គេច, រួច; Kurdish Northern Kurdish: revîn, bazdan; Latin: fugio, evado, aufugio, effugio, subterfugio, refugio, profugio; Latvian: izbēgt; Lithuanian: pabėgti; Malay: lari; Maltese: ħarab; Mansaka: losot; Maori: oraiti, paheno, pahiko, pakiha, mawhiti, puta te ihu, hōnea, whakatipa; Norman: êcapper; Northern Sami: báhtarit; Norwegian: unnslippe, unnkomme; Occitan: escapar; Old English: flēon, wiþfaran; Oromo: miliquu; Ottoman Turkish: قاچمق; Polish: wydostawać się, wydostać się; Portuguese: escapar, fugir; Romanian: evada, scăpa; Romansch: mitschar, mütschir, scappar, scapar, scapper; Russian: спасаться, спастись, совершать побег, совершить побег; Sanskrit: सिसर्ति; Slovak: utiecť; Slovene: zbežati, pobegniti; Spanish: escapar, liberarse, fugarse, furtarse; Swahili: kuponyoka; Swedish: fly, rymma; Tagalog: takas; Tamil: தப்பி; Thai: หนี; Turkish: kaçmak; Ukrainian: рятуватися, врятуватися, спасатися, спастися, утікати, втікати, втекти; Venetan: scanpar; Vietnamese: thoát, trốn thoát, trốn khỏi; Welsh: dianc; Yiddish: אַנטלויפֿן