Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνδίδωμι

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδίδωμι Medium diacritics: ἐνδίδωμι Low diacritics: ενδίδωμι Capitals: ΕΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: endídōmi Transliteration B: endidōmi Transliteration C: endidomi Beta Code: e)ndi/dwmi

English (LSJ)

   A give in: hence,    I give into one's hands, give up to, ἀσκὸν ἔνδος μοι E.Cyc.510 (lyr.), etc.; ἑαυτόν τινι Pl.R.561b, cf. Ar.Pl.781 (v. l.); τινὰ τοῖς πολεμίοις Pl.R.567a; ἐ. πόλιν surrender a city, esp. by treachery, Th.4.66, cf. X.HG7.4.14, etc.; τοῖς Ἀθηναίοις τὰ πράγματα ἐ. Th.7.48, cf. 2.65:—Pass., τῷ Ἱπποκράτει τὰ ἐν τοῖς Βοιωτοῖς ἐνεδίδοτο Id.4.89: impers., οὐδὲν ἐνεδίδοτο ἀπὸ τῶν ἔνδον no sign of surrender was made, Arr.An.1.20.6.    2 put in, apply to, ἅρμασι κέντρον E.HF881 (lyr.).    3 hand in a report, ἐ. ἀναφοράν Mitteis Chr.68.2 (i A. D.).    4 Pass., to be interposed, ἐνδοθεισῶν ὀλίγων ἡμερῶν Aët.13.121.    II lend, afford, ἐνδιδόναι τινὶ Χερὸς στηρίγματα lend him a supporting hand, E.IA617; ἐ. ἀφορμάς give an occasion, Id.Hec.1239; λαβήν Ar.Eq.847; πρόφασίν τινι κακῷ γενέσθαι Th.2.87, cf. D.18.158; καιρόν Id.4.18; ἐ. ὑποψίαν ὡς . . give ground for suspicion that... Pl.Lg.887e; ἐλπίδας τινί τινος Plu.Alc.14:—cause, excite, λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα Th.2.49; ποθήν, δίψαν, Aret.SA2.1, CA 1.10; τάδε τῆς ψυχῆς τοῦ στομάχου -όντος εἶναι δεῖ τὴν πάθην Id.SD 2.6.    III show, exhibit, δικαιοσύνην καὶ πιστότητα ἐνέδωκαν, ἄχαρι δὲ οὐδέν Hdt.7.52; μαλακὸν ἐνδιδόναι οὐδέν show no sign of flagging, Id.3.51,105, Ar.Pl.488; ἢν δ' ἐνδιδῷ τι μαλθακόν E.Hel.508; ἵνα σοὶ μηδὲν ἐνδοίην πικρόν Id.Andr.225.    IV grant, concede, εἰ δ' ἐνδιδοίης, ὥσπερ ἐνδίδως, λόγον ib.965; ἐ. οὐδέν make no concession, Th. 2.12; ἐ. τι make a concession, ib.18; ἐ. ὁποσονοῦν Id.4.37; κἂν παίζων τίς σοι ἐνδῷ ὁτιοῦν Pl.Grg.499b.    V intr., allow, permit, ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι Hdt.1.91; give in, give way, οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ . . Th.2.65; ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδόντας ib.81; flag, fail, ἐνδόντες τύχῃ παρεῖσαν αὑτούς E.Tr.692; τὸ ἐνδιδόν the weak spot, Luc.Anach.26; ἐ. τινί yield to... οἴκτῳ Th.3.37; ἀλλήλοις Id.4.44; τῇ τῶν πλειόνων γνώμῃ D.Prooem.34; τῇ διακρίσει Dam.Pr.303; πρὸς ὕπνον Plu.Sull. 28; ἐ. πρὸς τὰς διαλύσεις show an inclination towards... Id.Flam. 9.    2 of ailments, abate, Aret.SA1.10; but ἢν τὸ οὖρον μὴ ἐνδῷ does not pass, Hp.Prog.19:—in S.OC1076, Elmsl. restored ἐνδώσειν from Sch.    3 of elastic substances, give way, yield, οἰσοφάγος ἐ. Arist.PA664a34; of the air, Id.Pr.937b34; of trees, be flexible, Thphr. HP5.6.1; of the flanks and eyes, fall in, Arist.Pr.876a37, cf. GA747a16; of a corpse, decompose, Parth.31.2; of a funeral-pile, Thphr. HP9.3.3; ἐρείσματα ἐ. the props give way, Plb.5.100.5.    4 εἴσω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγος penetrates inwardly, Aret.CA1.10.    5 of a river, disembogue, empty itself, Hdt.3.117 codd., but prob. ἐσδ-; cf. ἐκδίδωμι.    VI give the key-note of a tune, strike up, τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικὸν μέλος Arist.Fr.583: abs., ἡγεῖτο . . εῖς ἀνήρ, ὃς ἐνεδίδου τοῖς ἄλλοις τὰ τῆς ὀρχήσεως σχήματα D.H.7.72, cf. Luc.Rh.Pr.13; τὰ ἐνδιδόμενα orders, words of command, Arr.Tact.31.6: metaph., give the key-note, of a speech, Arist.Rh.1414b26; cf. ἐνδόσιμος (but ἐ. φωνήν cry aloud, LXXNu.14.1): τοῖς μεθ' ἑαυτὸ τὴν γόνιμον ἐ. πρόοδον Procl.Inst.152.

German (Pape)

[Seite 834] (s. δίδωμι), hineingeben, – 1) in die Hand geben, überreichen; τινὶ τὴν φιάλην Xen. Cyr. 1, 3, 8; καί μοι χερός τις ἐνδότω στήριγμα Eur. I. A. 617. Uebh. übergeben, überlassen, ἐμαυτὸν τοῖς πονηροῖς Ar. Plut. 781; τῇ τύχῃ Eur. Tro. 687; ἑαυτὸν τῷ ἀπίστῳ Plat. Phaedr. 241 c; Isocr. 4, 135; πόλιν, τὰ πράγματα, Thuc. 4, 89. 7, 48; πράγματα ἐνδοῦναι τῷ δήμῳ, die Staatsverwaltung dem Volke überlassen, 2, 65; τοῖς πολεμίοις, mit dem Nebenbegriff des Verrathes, Plat. Rep. VIII, 567 a; Xen. Hell. 7, 4, 14 u. A.; ἐπὶ τὴν τοιαύτην αἵρεσιν, sich auf solchen Plan einlassen, Pol. 9, 33, 11. – 2) eingeben, an die Hand geben; πρόφασίν τινι Thuc. 2, 87; Folgde; λαβήν Ar. Equ. 844; ἀφορμὰς λόγων Eur. Hec. 1239; καιρόν, Gelegenheit darbieten, Dem. 4, 18; Plut. Pericl. 33; τὴν ῥυθμοῦ αἴσθησιν τοῖς ἀνθρώποις Plat. Legg. 672 c; ὑποψίαν, ὡς οὐκ εἰσὶ θεοί X, 887 e; λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα, veranlassend, Thuc. 2, 49; ἐλπίδας τινί, Hoffnungen einflößen, Plut. Alc. 14. – 3) an den Tag legen, beweisen; δικαιοσύνην καὶ πιστότητα Her. 7, 52; μαλακὸν οὐδέν, keine Nachgiebigkeit merken lassen, 3, 51. 105; Ar. Plut. 488 u. Eur. Hel. 508. – 41 angeben, anstimmen, bes. den Ton, Luc. rhet. praec. 13; τὸ πρῶτον σύνθημα τοῖς Λακεδαιμονίοις πρὸς τὴν μάχην ὁ αὐλὸς ἐνδίδωσι ibd.; Polyaen. 1, 10 D. Hal. 7, 72; ἐνέδοσαν τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικὸν μέλος Ath. XII, 520 d. S. auch ἐνδόσιμον. – 5) zugeben, gestatten, λόγον, eine Unterredung, Eur. Andr. 965; ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι, soviel das Geschick zuließ, Her. 1, 91; zugestehen, ὁτιοῦν Plat. Gorg. 499 b; οὐδέν, in Nichts, auf keine Weise nachgeben, Thuc. 2, 12; intr., nachgeben, weichen, Thuc., bes. im Kriege, sich ergeben, 4, 129; πρὸς τὴν εἰρήνην, sich zum Frieden hinneigen, Plut. Pyrrh. 18, vgl. Flam. 9; τῇ τῶν πλειόνων γνώμῃ Dem.; Sp.; πρὸς τὸν ὕπνον Plut. Sull. 28; ἐνδοῦναι πρὸς τὰς ἡδονάς, sich ihnen hingeben, Arist. u. Sp.; οἴκτῳ, sich vom Mitleid hinreißen lassen, Thuc. 3, 37; nachlassen, schwach werden, τοῖς χρωμένοις πλείοσιν ἀφροδισίοις ἐνδιδόασι τὰ ὄμματα φανερῶς Arist. gen. anim. 2, 7; von Krankheiten, Medic.; übh. in Verfall gerathen, τῶν ἐρεισμάτων ἐνδόντων Pol. 5, 100, 5; ἡ δύναμις Plut. Demetr. 19; τὸ ἐνδιδοῦν ἐν τοῖς πόνοις, das Erschlaffen, Luc. Anath. 26. – 6) sich ergießen in, von einem Flusse, Her. 3, 117.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω εἰς: 1) δίδω εἰς χεῖράς τινος, ἐγχειρίζω, παραδίδω, φέρε μοι, ξεῖνε, φέρ’ ἀσκὸν ἔνδος μοι Εὐρ. Κύκλ. 510, κτλ.· ἑαυτόν τινι Εὐρ. Τρῳ. 687, Ἀριστοφ. Πλ. 781· τὴν ἑαυτοῦ ἀρχὴν ἐνδιδοὺς (παραδιδοὺς Ἕρμανν.) Πλάτ. Πολ. 561Β· ἐνδιδ. τινὰ τοῖς πολεμίοις Πλάτ. Πολ. 567Α· ἐνδ. πόλιν, παραδιδόναι τὴν πόλιν, μάλιστα διὰ προδοσίας, Θουκ. 4. 66., 76. 89, Ξεν. Ἑλλην. 7. 4, 14, κτλ.· οὕτως, ἐνδ. τοῖς Ἀθηναίοις τὰ πράγματα Θουκ. 7. 48, πρβλ. 2. 65: ― Παθ., τῷ Ἱπποκράτει τὰ ἐν τοῖς Βοιωτοῖς ἐνεδίδοτο ὁ αὐτ. 4. 89· ἀπρόσ., οὐδὲν ἐνεδίδοτο ἀπὸ τῶν ἔνδον, οὐδὲν σημεῖον παραδόσεως ἐγίνετο ἀπὸ τῶν ἔνδον, Ἀρρ. Ἀνάβ. Ἀλ. 1. 20, 6. 2) θέτω εἰς ἐνέργειαν, ἅρμασι δ’ ἐνδίδωσι κέντρον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 881. ΙΙ. ὡς τὸ παρέχω, Λατ. praebere, κἀμοὶ χερός τις ἐνδότω στηρίγματα, ἄς μοι παράσχῃ τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ὅπως στηριχθῶ ἐπ’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. Ἰ. Α. 617· βροτοῖσιν ὡς τὰ χρηστὰ πράγματα χρηστῶν ἀφορμὰς ἐνδίδωσ’ ἀεὶ λόγων ὁ αὐτ. Ἑκ. 1239· λαβήν τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 847· πρόφασίν τινι Θουκ. 2. 87· καιρὸν Δημ. 45. 8· ἐνδ. ὑποψίαν ὡς... Πλάτ. Νόμ 887Ε: ― παράγω, προξενῶ, λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα Θουκ. 2. 49· ποθήν, δίψαν Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10. ΙΙΙ. δεικνύω, οἱ δὲ δικαιοσύνην καὶ πιστότητα ἐνέδωκαν, ἄχαρι δὲ οὐδὲν Ἡρόδ. 7. 52· μαλακὸν ἐνδιδόναι οὐδέν, μὴ θέλων νὰ δείξῃ οὐδεμίαν ἐπιείκειαν, ὁ αὐτ. 3. 51, 105, Ἀριστοφ. Πλ. 488· ἢν δ’ ἐνδιδῷ τι μαλθακόν, ἐν ἀντιθ. πρὸς τό: ἢν μὲν ὠμόφρων τις ᾖ, Εὐρ. Ἑλ. 508· οὕτω, καὶ μαστὸν ἤδη πολλάκις νόθοισι σοῖς ἐπέσχον, ἵνα σοι μηδὲν ἐνδοίην πικρὸν ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 225. IV. παρέχω εὔλογον ἐξήγησιν, εἰ δ’ ἐνδιδοίης... λόγον, πέμψων σ’ ἀπ’ οἴκων τῶνδ’, κατὰ διόρθ. τοῦ Heath ἀντὶ τοῦ πέμψω, ὅπως συνταχθῇ ἦλθον πέμψων σ’, αὐτόθι 965· ἐπιτρέπω, παραχωρῶ, ἐνδ. οὐδὲν Θουκ. 2. 12· ἐνδ. τι αὐτόθι 18· ἐνδ. ὁποσονοῦν ὁ αὐτ. 4. 37· κἂν παίζων τίς σοι ἐνδῷ ὁτιοῦν Πλάτ. Γοργ. 499Β. V. ὑπείκω, ἐπιτρέπω, ἐνδίδω, ὅσον δὲ ἐνέδωκαν αὗται (αἱ Μοῖραι), ἤνυσέ τε καὶ εὐχαρίσατό οἱ Ἡρόδ. 1. 91· ὑποχωρῶ, ἐγκαταλείπω τι, οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ... Θουκ. 2. 65 ἐν τέλει· ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδότας αὐτόθι 81· τὸ ἐνδιδοῦν (-δὸν Ἰακώψιος), τὸ καταπονούμενον, Λουκ. Ἀνάχ. 26: ― ἐνδίδω, ἢ οἴκτῳ ἐνδῶτε Θουκ. 3. 37· ἀλλήλοις ὁ αὐτ. 4. 44· γνώμῃ τινὸς Δημ. 1444. 2· πρὸς ἢ εἴς τι Πλουτ. Συλλ. 28, κτλ.· ἐνδ. πρὸς τὰς διαλύσεις, δεικνύειν κλίσιν πρός..., Πλουτ. Φλαμιν. 9. 2) ἐπὶ νόσου, ἐλαττοῦμαι, Ἱππ. Προγν. 43, ἴδε Foës. Oecon.· - ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1075, ὁ Ἐλμσλ. διορθοῖ: ἐνδώσειν ἐκ τοῦ Σχολιαστοῦ, ἀντὶ ἀνδώσειν τῶν χειρογρ., ὁ Jebb καὶ ὁ Bücheler διορθοῦσιν: ἀντάσειν, ἴδε ἐκτενῆ σημ. Jebb ἐν τόπῳ. 3) ἐπὶ πραγμάτων ἐχόντων ἐλαστικότητα καὶ εὐκαμψίαν, ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4, Προβλ. 25. 1 κ. ἀλλ.· ἐπὶ δένδρων, εἶμαι εὔκαμπτος, οὐδὲν γὰρ ἐνδιδόασιν (ἡ ἐλάτη καὶ ἡ πεύκη) ὥσπερδρῦς καὶ τὰ γεώδη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 1· ὑγρότατον δὲ μελία καὶ ὀξύη· καὶ γὰρ τὰ κλινάρια τὰ ἐνδιδότα ἐκ τούτων αὐτόθι 4· ἐπὶ ὀμμάτων καὶ ἰσχίων, «τραβιοῦμαι μέσα», γίνομαι βαθουλός, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 1· καὶ τοῖς χρωμένοις πλείοσιν ἀφροδισίοις ἐνδιδόασι τὰ ὄμματα φανερῶς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 39· ἐπὶ πυρᾶς, ἐγκεκαυμένη γίνεται καὶ ἐνδέδωκεν ἡ πυρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 3· ἐπὶ στυλωμάτων, ἐνδίδω, τῶν δ’ ἐρεισμάτων οὐ δυναμένων ὑποφέρειν τὸ βάρος, ἀλλ’ ἐνδόντων, πεσεῖν συνέβη τὸ τεῖχος Πολύβ. 5. 100, 5. VI. ἐπὶ ποταμοῦ, χύνομαι ἐντός, ἐνδιδόντος μὲν τοῦ ποταμοῦ (εἰς τὴν ἐντὸς τῶν ὀρέων γενομένην λίμνην) ἔχοντος δὲ οὐδαμῇ ἐξήλυσιν Ἡρόδ. 3. 117· πρβλ. ἐκδίδωμι. VII. ἐπὶ τῆς ὀργανικῆς μουσικῆς, ἀρχίζω νὰ παίζω, ἐνέδοσαν τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικὸν μέλος Ἀριστ. Ἀποσπ. 541: - ἀπολ., ἡγεῖτο... δὲ καθ’ ἕκαστον χορὸν εἷς ἀνὴρ ὃς ἐνεδίδου τοῖς ἄλλους τὰ τῆς ὀρχήσεως σχήματα πρῶτος, ὅστις πρῶτος ἤρχιζε νὰ ᾄδῃ καὶ νὰ κάμνῃ τὰ σχήματα τῆς ὀρχήσεως πρὸς ὁδηγίαν τῶν ἄλλων, Διον. Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 13, Ἀθήν. 520D: - ἐπὶ ἀγορεύσεως, κάμνω ἐπιδεικτικὸν προοίμιον, προοιμιάζομαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 1· πρβλ. ἐνδόσιμος.

French (Bailly abrégé)

f. ἐνδώσω, ao. ἐνέδωκα, pf. ἐνδέδωκα;
I. tr. 1 mettre dans la main, remettre, livrer : πόλιν THC une ville ; πράγματα ἐνδιδόναι τῷ δήμῳ THC remettre au peuple la direction des affaires;
2 fournir, procurer, offrir : πρόφασιν THC un prétexte ; καιρόν DÉM fournir une occasion;
3 donner le ton, fig. donner le ton d’un discours;
4 faire naître, produire : σπασμόν THC un spasme ; ἐλπίδας τινί PLUT faire naître des espérances dans le cœur de qqn;
5 mettre au jour, montrer : δικαιοσύνην καὶ πιστότητα HDT des sentiments de justice et de fidélité;
6 concéder, accorder : ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι HDT autant que l’ont permis les destins ; οὐδὲν ἐνδιδόναι THC ne faire aucune concession;
II. intr. en apparence (s.e. ἑαυτόν);
1 se laisser aller, s’abandonner : ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδόντας THC les voyant fléchir ; ἐνδιδόναι πρὸς ὕπνον PLUT se laisser aller au sommeil ; au mor. ἐνδ. πρός τι PLUT se laisser aller à qch (à un sentiment, à une résolution, etc.);
2 en parl. d’un fleuve s’écouler, se jeter dans.
Étymologie: ἐν, δίδωμι.