πολιτικός
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ή, όν,
A of, for, or relating to citizens, σύλλογος Pl.Grg.452e; οἶκοι Isoc.2.21; αἱ π. λειτουργίαι, opp. αἱ τῶν μετοίκων, D.20.18; π. κοινωνία, βίος, Arist.Pol.1252a7, 1254b30; π. νόμος IG9 (1).32.22 (Stiris, ii B. C.), PHal.1.79, cf. PPetr.3p.49 (iii B. C.), Mitteis Chr.31 vii 9 (ii B. C.); π. χώρα, Lat. ager publicus, Plb.6.45.3; παῖδες π. IG14.748 (Naples); χορὸς π. ib.7.1776 (Helice); at Rome, π. στρατηγία office of praetor urbanus (i. e. qui inter cives ius dicit), Plu.Brut. 7. Adv. -κῶς, κινεῖν bring a civil action, Cod.Just.4.20.13.1. b in a town, π. τόπος a city site, POxy.2109.8 (iii A. D.). c πολιτικός, ὁ, official, PTeb.208 (i B. C.), Sammelb.286 (pl.), POxy.34 iii 10 (pl., ii A. D.), etc. 2 befitting a citizen, civic, civil, ἰσονομία Th.3.82; σχῆμα π. τοῦ λόγου Id.8.89; ἀγῶνες X.Mem.2.6.26; π. ἀρετή Id.Lac. 10.7; ἡ -ωτάτη ἔρις ib.4.5; τὰ πολιτικά civil affairs, opp. τὰ πολεμικά, Id.Eq.2.1, cf. Hier.9.5; πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία more constitutionly, Arist.Pol.1305b10; π. ἀρχή, opp. δεσποτική, ib.1254b4; observant of social order, Plb.34.14.2. Adv. -κῶς, ἔχειν act like a citizen, in a constitutional manner, Isoc.4.79; οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ib. 151; οὐκ ἴσως οὐδὲ π. D.10.74; οὕτω . . ἀρχαίως εἶχον, μᾶλλον δὲ π. the Greek states were so much like members of one state, Id.9.48; π. ἄρχειν, opp. βασιλικῶς, Arist.Pol.1259b1; opp. δεσποτικῶς, ib. 1324a37; of animals, πολιτικώτερον χρῶνται τοῖς ἀπογόνοις more socially, Id.HA 589a2: hence, b civil, courteous, Plb.23.5.7. Adv. civilly, courteously, πράως καὶ π. μεμψιμοιρεῖν Id.18.48.7. 3 consisting of citizens or of one's fellow-citizens, τὸ πολιτικόν the community, Hdt.7.103, cf. Th.8.93; τὸ π. στράτευμα, opp. τὸ τῶν συμμάχων, X.HG4.4.19: without στράτευμα, ib.5.3.25, etc.; αἱ π. δυνάμεις Aeschin.3.98; opp. οἱ σύμμαχοι, D.18.237, cf. 9.48; π. δικαστήριον a court composed of locally appointed citizens, opp. ξενικὸν δ. (one composed of foreigners invited from abroad), SIG306.28 (Tegea, iv B. C.), 976.9 (Samos, ii B. C.); οἱ π. ἱππεῖς καὶ πεζοί Plb.1.9.4, cf. D.S.19.106; τὰ π. σώματα prob. cj. for τὰ πολεμικὰ σ. in Plb.4.52.7, cf. SIG588.64 (Milet., ii B. C.); σῶμα π. IG12(7).386.25 (Aegiale, iii B. C.); οἱ π., = οἱ πολῖται, ib.22.2316.54. 4 living in a community, ἄνθρωπος φύσει π. ζῷον Arist.Pol.1253a3; πολιτικὰ δ' ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων τὸ ἔργον Id.HA488a7; also, fit for, characteristic of, free government, Id.Pol.1287b38, 1294b1; πλῆθος ib.1288a12. 5 secular, opp. ecclesiastical, πρόσοδοι SIG459.6 (Beroea, iii B. C.), cf. 526.35 (Itanus, iii B. C.), OGI267.29 (Pergam., iii B. C.); οἱ π. the laity, Lyd. Mens.3.10. II of or befitting a statesman, statesmanlike, δεινότητες Nausiph.2; ψυχαὶ -ώτεραι, opp. οἰκονομικώτεραι, X.Cyr.2.2.14, cf. Pl.Alc.1.133e; ὁ πολιτικός the statesman, Arist.Pol.1252a7, 1274b36, 1276a34; also, title of a dialogue by Plato. III belonging to the state or its administration, political, οἰκείων καὶ π. ἐπιμέλεια Th. 2.40; τέχνη π. Democr.157, Pl.Prt.319a, Grg.521d; ἡ π. ἐπιστήμη, ἡ π., the science of politics, opp. οἰκονομική, βασιλική, Id.Plt.259c, 303e (in Arist. politics includes ethics, EN1094b11, Rh.1356a27, and is divided into πολιτική (proper) καὶ οἰκονομία καὶ φρόνησις, EE1218b13, cf. EN1141b23 sq.); π. πράγματα Isoc.4.113; πράξεις Pl.Hp.Ma. 281c; φρόνησις Arist.EN1141b26; λόγος, title of work by Antipho Soph., Hermog.Id.2.11, etc.; τὰ π. public matters, γνῶναι Th.2.40, cf. 6.15,89; πράττειν τὰ π. Pl.Grg.521d, cf. Ap.31d, etc.; but τὰ π. βλάπτειν prejudice the weal of the state, Id.R.407d. 2 civil, municipal, opp. natural or general, οὐ γὰρ ἐκ π. αἰτίας D.21.218. IV generally, having relation to public life, political, public, opp. κατ' ἰδίας, Th.8.89; π. τιμαί X.Mem.2.6.24; λόγοι civil oratory, Isoc.15.46, D.H.Comp.1, al.; τίς π. καὶ κοινὴ βοήθεια; D.18.311. Adv. Comp. -ώτερον, litterae π. scriptae Cic.Att.5.12.2. V suited to a citizen's common life, ordinary, κάνναθρον X.Ages.8.7; belonging to common usage, τῶν ὀνομάτων τὰ π. Isoc.9.10; drawn from ordinary life, παραδείγματα Gal.5.221; τὰς π. . . χρείας [τοῦ σκέλους] ordinary, opp. wrestling and dancing, Id.2.299; ὁ π., opp. ὁ ποιητής, Phryn.45. Adv. -κῶς, λέγειν, opp. ῥητορικῶς, Arist.Po.1450b7; ὁρίζεσθαι Id.Pol. 1275b25; ἑρμηνεύειν Gal.18(1).415. VI πολιτική, ἡ, concubine, mistress, PGrenf.2.73 (iii A. D.), POxy.903.37 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 657] den Bürger betreffend, bürgerlich; ξύλλογος, Plat. Gorg. 452 e; οἶκοι, Bürgerhäuser, Isocr. 2, 21; στράτευμα, aus Bürgern bestehend, im Ggstz von συμμάχων, Xen. Hell. 4, 4, 19 u. oft, wie οἱ πολιτικοὶ ἱππεῖς, Pol. 1, 9, 4; bes. im Ggstz von ξένοι, ξενικόν (so auch μάγειρος πολιτικός im Ggstz des ἐκτόπιος, Ath. XIV, 659 a, u. nach B. A. 99 stehen den ἄγρια θηρία die πολιτικά, Hausthiere, entgegen). – Bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt, ὁ πολιτικός, der Staatsmann, Plat. defin. 415 c πολιτικὸς ἐπιστήμων πόλεως κατασκευῆς; so ἐπιθυμεῖς πολιτικὸς εἶναι, Gorg. 513 b; Euthyd. 305 c u. öfter; vgl. Xen. Cyr. 2, 2, 14; πολιτικὴ ἐπιστήμη, die Kunst der Staatsverwaltung, Plat. Polit. 303 e; τέχνη, Gorg. 521 d; auch πολιτικὸς βίος, Rep. VII, 521 b; πολιτικαὶ πράξεις, Hipp. mai. 281 c, u. sonst; auch πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben, Gorg. 521 d Apol. 31 d; im Ggstz von τὰ οἰκεῖα, Thuc. 2, 40; τὸ πολιτικόν, die Gesammtheit der Bürger, die Bürgerschaft, Her. 7, 103; – πολιτικὴ χώρα, ager publicus, Pol. 6, 45, 3. – Ueberh. in Beziehung auf das Leben im Staate, öffentlich, λόγος u. dgl.; dem Staate nützlich, πολιτικώτατον κτῆμα, Xen. Cyr. 1, 5, 12; auch den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich, Pol. 24, 5, 7 u. öfter; u. so im adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich, 18, 31, 7; vgl. noch οὐκ ἴσως οὐδὲ πολιτικῶς ἔνιοι πολιτεύονται, Dem. 10, 74; πολιτικῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151. – Von der Sprache und dem Ausdrucke, wie sie im bürgerlichen Leben oder in öffentlichen Verhandlungen gelten, vgl. Schaef, zu D. Hal. de C. V. p. 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πολῑτῐκός: -ή, -όν, (πολίτης) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολίτας, ξύλλογος Πλάτ. Γοργ. 452Ε· οἶκος Ἰσοκρ. 19Α· αἱ πολ. λειτουργίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ τῶν μετοίκων, Δημ. 462. 14· π. κοινωνία, βίος Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 1 καὶ 5, 10· πολ. χώρα, Λατ. ager publicus, Πολύβ. 6. 45, 3· παῖδες π., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς υἱοὺς τῶν χωρικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5805. 6, πρβλ. 1586. 29. 2) ὁ ἁρμόζων ἢ ἐμπρέπων εἰς πολίτην, πολιτικός, Λατ. civilis, ἰσονομία Θουκ. 3. 82· σχῆμα π. τοῦ λόγου ὁ αὐτ. 8. 89· τιμαί, ἀγῶνες Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24 καὶ 26· π. ἀρετὴ ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 10, 7· ἡ πολιτικωτάτη ἔρις ὁ αὐτ. 4. 5· τὰ πολιτικὰ, αἱ πολιτικαὶ ὑποθέσεις, ἐν ἀντιθέσει τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 5, πρβλ. Ἱππαρχ. 2, 1· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία, μᾶλλον κλίνουσα εἰς δημοκρατικὸν πολίτευμα, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 3· π. ἀρχή, οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., πολιτικῶς ἔχω, σκέπτομαι, ἐνεργῶ ὡς πολίτης, συμφώνως πρὸς τὴν πολιτείαν, Λατ. civiliter agere, Ἰσοκρ. 56D· οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ὁ αὐτ. 72Β· οὐκ ἴσως οὐδὲ π. Δημ. 151. 4· π. ἄρχειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βασιλικῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 12, 1· πρὸς τὸ δεσποτικῶς, 7. 2, 7· ― ἐντεῦθεν, β) πολιτικὸς τοὺς τρόπους, περιποιητικός, Πολύβ. 24. 5, 7· ― Ἐπίρρ., εὐγενῶς, μὲ καλὸν τρόπον, πράως καὶ π. μεμψιμοιρεῖν ὁ αὐτ. 18. 31, 7. 3) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολιτῶν, τὸ πολιτικὸν = οἱ πολῖται, Ἡρόδ. 7. 103, Θουκ. 8. 93· τὸ π. στράτευμα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τῶν συμμάχων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19· ἢ ἄνευ τῆς λ. στράτευμα, αὐτόθι 5. 3, 35, κτλ.· αἱ π. δυνάμεις, ἀντίθετον τῷ ξένοι, μισθοφόροι, Αἰσχίν. 67. 31, Δημ. 306. 17· οἱ ἱππεῖς καὶ πεζοὶ Πολύβ. 1. 9, 4. 4) ὁ ἐν κοινωνίᾳ ζῶν, κοινωνικός, ἄνθρωπος φύσει ζῷον π. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2. 9, πρβλ. 3. 6, 3., 3. 17, 1· πολιτικὰ δ’ ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων ἔργον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 25 ― ὡσαύτως, ὁ ἁρμόζων ἢ κατάλληλος δι’ ἐλευθέραν κυβέρνησιν (πρβλ. πολιτεία ΙΙΙ. 2), Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 1 καὶ 4, πρβλ. 4. 9, 3. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πολιτικὸν ἄνδρα, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 14, Πλάτ. Ἀλκ. 1, 133Ε, ― ὁ πολιτικός, ἐπιγραφὴ ἑνὸς τῶν διαλόγων τοῦ Πλάτωνος, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 2., 3. 1, 1., 3. 3, 6· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὅσον εἶναι ἀνάγκη (ὅσον ἀπαιτεῖται) διὰ πολιτικὸν ἄνδρα, αὐτόθι 3. 2, 1. ΙΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν διοίκησιν αὐτήν, δημόσιος, Λατ. publicus, ἀντίθετον τῷ οἰκεῖος, Θουκ. 2. 40, κτλ.· π. πράγματα Ἰσοκρ. 64Β· πράξεις Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281C· ἡ π. τέχνη ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 319Α· καὶ ἡ πολιτικὴ (ἐξυπακουομ. τοῦ τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κυβερνᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 521D, κτλ.· ἀλλά, ἡ π. ἐπιστήμη ἢ ἡ π., μόνον, ἡ ἐπιστήμη τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, δηλ. αἱ ἀρχαὶ αἱ ὁρίζουσαι τὰς κανονικὰς σχέσεις καὶ καθήκοντα, κτλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἠθικὴν (τὴν ἐπιστήμην τῶν ἀτομικῶν ἑκάστου καθηκόντων), συχν. παρὰ Πλάτ., οἷον Πολιτικ. 259C, 303Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 7, Ἠθ. Ν. 6. 8, 2· ― τὰ πολιτικά, τὰ πράγματα τῆς πολιτείας, αἱ δημόσιαι ὑποθέσεις, Θουκ. 6. 15, 89, Πλάτ., κτλ.· τὰ π. πράττω, λαμβάνω μέρος εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Πλάτ. Ἀπολ. 31D, Γοργ. 521D· ἀλλά, τὰ π. βλάπτειν, βλάπτειν τὰ συμφέροντα τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 407D. 2) ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς πολιτείας, ἐκ τῆς πόλεως, οὐ γὰρ ἐκ πολιτικῆς αἰτίας Δημ. 584. 14. IV. καθόλου, ὁ ἔχων σχέσιν ἢ ἀναφορὰν πρὸς τὸν ὅλον δημόσιον βίον, πολιτικός, δημόσιος, ἀντίθετον τῷ κατ’ ἰδίας, Θουκ. 8. 89· οὕτω, π. τιμαὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24· λόγος Ἰσοκρ. 319C· τίς πολ. καὶ κοινὴ βοήθεια; Δημ. 328. 6. V. ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὁ ἁρμόζων εἰς τὸν δημόσιον ¦βίον τοῦ πολίτου, δεκτός, δόκιμος· (πρβλ. notus civilisque et proprius sermo παρὰ Σουητωνίῳ), τῶν ὀνομάτων τὰ π. Ἰσοκρ. 190Ε· πρβλ. Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. σ. 6, 7· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιητικός, Φρύνιχ. 53. VI. Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. de citoyen :
1 qui concerne les citoyens, de citoyen ; ἰσονομία πολιτική THC égalité de droits pour les citoyens, égalité civile;
2 qui se compose de citoyens ; τὸ πολιτικόν, la réunion des citoyens ; πολιτικόν στράτευμα XÉN ou τὸ πολιτικόν XÉN le contingent des citoyens dans l’armée athénienne, p. opp. aux alliés;
II. de l’État, qui concerne l’État, d’où
1 de l’État, public ; τὰ πολιτικά en gén. les affaires de l’État, affaires publiques ; ou particul. les sciences politiques et administratives;
2 qui convient aux affaires publiques ou à un homme public.
Étymologie: πολίτης.