ἀμφιέπω

From LSJ
Revision as of 15:22, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιέπω Medium diacritics: ἀμφιέπω Low diacritics: αμφιέπω Capitals: ΑΜΦΙΕΠΩ
Transliteration A: amphiépō Transliteration B: amphiepō Transliteration C: amfiepo Beta Code: a)mfie/pw

English (LSJ)

poet. also ἀμφέπω (the only form in Trag.): impf. or aor. ἀμφίεπον and ἄμφεπον, both in Hom. (v. infr.): poet. Verb only in the tenses cited, and once or twice in Med.: (ἕπω:—

   A go about, be all round, γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε Il.18.348, Od.8.437; πρύμνην πῦρ ἄμφεπε Il.16.124; ἔερσ' ἀμφέπει the dew (of milk and honey, metaph. of song) crowns [the bowl], Pi.N.3.78.    2 beset, press hard, Il.11.483; so perh. in Od.3.118 (v. infr. 11.2).    II to be busy about, look after, ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος Il. 24.804, cf. 5.667; ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα dressed the meat, 11.776; βοῦς, ιν ἀ., Od.8.61, Il.24.622:—do honour or reverence to, Δάματρα Pi.O.6.95; tend or heal sick, P.3.51; ἀ. σκῆπτρον sway the sceptre, O.1.12, cf. S.El.651; esp.guard, protect, Pi.P.5.68, prob. in E.Med.480, etc.; Βακχεῦ . . ὃς ἀμφέπεις Ἰταλίαν S.Ant.1118; μαντεῖον E.IT1248; simply, frequent, χῶρον Simon.58:—ἀ. κῆδος cherish an alliance, E.Ph.340; ἀ. μόχθον go through toil and trouble, Pi.P.4.268; σύμπειρον ἀγωνία θυμὸν ἀ. foster spirit in contests, N.7.10; ἀ. ὄλβον enjoy happiness, I.4(3).59; ἀ. παννυχίδας Critias 1.8.    2 abs., in part., with good heed, carefully, ἵππους ἀμφιέποντες ζεύγνυσαν Il.19.392; στίχας ἵστατον ἀμφιέποντες ib.2.525; κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες Od.3.118; ὁ ἀμφέπων δαίμων the fortune that attends one, Pi.P.3.108.    3 Med., crowd about, ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ' Il.11.473 codd.; accompany round about, τινί Q.S.1.47.

German (Pape)

[Seite 138] Hom. ἀμφέπω in den Formen ἄμφεπεν Iliad. 16, 124, ἄμφεπε 18. 348 Od. 8, 437, ἄμφεπον Iliad. 18, 559. 23, 167. 24, 622; von ἀμφιέπω Hom. nur part. praes. ἀμφιέποντες u. praeterit. indic. ἀμφίεπον, wie ἄμφεπον als impft. u. (Homerisch) als aor. gebraucht; – geschäftig etwas umgeben, Iliad. 16, 124 ἃς τὴν μὲν (ναῦν) πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν, Iliad. 18, 348 Od. 8, 437 γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, θέρμετο δ' ὕδωρ, das Feuer umspielte den Dreifuß; Iliad. 18, 559 βοῦν δ' ἱερεύσαντες μέγαν ἄμφεπον, Od. 8, 61 τοὺς δέρον ἀμφί θ' ἕπον, τετύκοντό τε δαῖτ' ἐρατεινήν, Iliad 11, 776 σφῶι μὲν ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα, 24, 622 ἕταροι δ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον εὖ κατὰ κόσμον; 24, 804 ἃς οἵγ' ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος; 2, 525 οἱ μὲν Φωκήων στίχας ἵστατον ἀμφιέποντες; 19, 392 ἵππους δ' Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες ζεύγνυον, geschäftig; 5, 667 τοῖον γὰρ ἔχον πόνον ἀμφιέποντες; Od. 3, 118 εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες; – Iliad. 11. 473 ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ' ὡς εἴ τε δαφοινοὶ θῶες ὄρεσφιν ἀμφ' ἔλαφον κεραὸν βεβλημένον, homerisch med. statt des act., vgl. 482 ὥς ῥα τότ' ἀμφ' Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην Τρῶες ἕπον πολλοί τε καὶ ἄλκιμοι. – Pind. θεμιστεῖον σκᾶπτον ἀμφέπει, er führt, verwaltet das Scepter des Rechts, Ol. 1, 12; wie μυχὸν μαντήϊον P. 5, 68; Δάματρα, er ehrt die Demeter, Ol. 6, 95; μόχθον, hält aus die Mühsal, P. 4, 268; ὅμαδον, er geht in das Kriegsgetümmel, I. 7, 25; θυμὸν ἀταλόν, er hegt freundliche Gesinnung, N. 7, 91; vgl. σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμόν 7, 10; Eur. χθόνιον μαντεῖον Iph. T 1248; ξένον κῆδος Phoen. 342. So sp. D., πηδἀλια, δαῖτα, Ap. Rh. 1, 562. 2, 761; τιμαῖς ἀμφέπει ἀθανάτων αὐτόν, erweis't ihm göttliche Ehre, Ep. ad. 497 (App. 214); – folgen, τινί, Qu. Sm. 1, 47. – Vgl. περιέπω, welches anch in Prosa vorkommt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιέπω: ποιητ. καὶ ἀμφέπω (ὁ μόνος ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. τύπος): παρατ. ἢ ἀόρ. ἀμφίεπον καὶ ἄμφεπον, ἀμφότεροι παρ’ Ὁμήρ. - Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἄρτι μνημονευθεῖσι χρόνοις καὶ ἅπαξ ἢ δὶς έν μέσῃ φωνῇ (πρβλ. ἕπω Α): - περιβάλλω, γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε Ἰλ. Σ. 348, Ὀδ. Θ. 437· πρύμνην πῦρ ἄμφεπε Ἰλ. Π. 124· ἔερσ’ ἀμφέπει, ἡ δρόσος περιβάλλει [τὴν χλόην], Πινδ. Ν. 3. 135. ΙΙ. ὡς τὸ διέπω, = ἐνασχολοῦμαι περί τι, φροντίζω περί τινος, ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος Ἰλ. Ω. 804, πρβλ. Ε. 667· ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα, ηὐτρέπιζον, παρεσκεύαζον τὰ κρέατα, Λ. 776· οὕτω, βοῦν, ὄϊν ἀμφ. Ὀδ. Θ. 61, Ἰλ. Ω. 622: - τιμῶ, προσφέρω τιμὴν ἢ σεβασμὸν εἴς τινα, Δήμητρα Πινδ. Ο. 6. 160· περιποιοῦμαι ἢ θεραπεύω τὸν ἀσθενῆ, ὁ αὐτ. Π. 32. 92· ἀμφ. σκῆπτρον, διαχειρίζομαι τὸ σκῆπτρον, κυβερνῶ, ὁ αὐτ. Ο. 1. 18, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 651: ἰδίως, φυλάττω, ὑπερασπίζω, προστατεύω, ὡς τὸ ἀμφιβαίνω, Πινδ. Π. 5. 91, Εὐρ. Μήδ. 480, κτλ.· χῶρον ἀμφ. Σιμων. 26· Βακχεῦ..., ὃς ἀμφέπεις Ἰταλίαν Σοφ. Ἀντ. 1118· μαντεῖον Εὐρ. Ι. Τ. 1248: - ξένον τε κῆδος ἀμφέπειν «ξένην συγγένειαν περιέπειν, ἤγουν θεραπεύειν» (Σχολ.), Λατ. ambire, Εὐρ. Φοίν. 340· ἀμφ. μόχθον, διέρχομαι διὰ κόπου καὶ μόχθου, Πινδ. Π. 4. 477· ἀμφ. θυμόν, ἔχω τὴν ψυχήν μου διατεθειμένην πρός τι, κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. Ν. 7. 15· ἀμφ. ὄλβον, ἀπολαύω εὐτυχίας, ὁ αὐτ. Ι. 4. 100 (3. 77). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. (πρβλ. ποιπνύω), ὅτε δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ δι’ ἐπιρρήματος: μετὰ πολλῆς προσοχῆς, προσεκτικῶς, ἐπιμελῶς, ἵππους ἀμφιέποντες ζεύγνυσαν Ἰλ. Τ. 392· στίχας ἵστασαν ἀμφιέποντες Ἰλ. Β. 525· κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες Ὀδ. Γ. 118· ἀμφέπων δαίμων, ἡ τύχη ἥτις παρακολουθεῖ τινα, Πινδ. Π. 3. 192. 3) Μέσ., παρακολουθῶ, συνωθοῦμαι περί τινα, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αὐτὸν Τρῶες ἕπονθ’ Ἰλ. Λ. 473 (ἔνθα ἴδε Spitzn.)· ἀμφ. τινὶ Κόϊντ. Σμ. 1. 47.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. poét. ἀμφίεπον;
c. ἀμφέπω.

English (Autenrieth)

(ἕπω), only part. ἀμφιέπων and ipf.: move round, envelop, γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, Il. 18.348; of persons, be busy about, in preparing meat, attending to sacrifices, etc., ὥς οἵ γ' ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος, Il. 24.804; freq. the part. in connection with another verb, ἀμφιέποντες, busily.