τελέθω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
3sg. Ion. Iterat.
A τελέθεσκε h.Cer.241:—poet. Verb, cogn. with τέλομαι, τέλλω, and πέλω (qq. v.), come into being, νὺξ τελέθει Il.7.282, 293; τελέθουσι γυναῖκες Emp.65.1: then simply to be so and so, ἀριπρεπέες τελέθουσι, μινυνθάδιοι τ., Il.9.441, Od.19.328; ζαχρηεῖς τ. Il.12.347; ζαφλεγέες τ. 21.465; ἀμείνων τελέθει Od.7.52; παντοῖοι τ. 17.486; ἵνα τ' ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τ. 4.85; so also Hes. Op.181,506, Thgn.770, Orac. ap. Hdt.7.141, Epich. 170, Pi.P.2.78, and lyr. passages of Trag., as A.Supp.1040, E.Andr.783 (not in S.); not in Att. Prose, but in X.An.3.2.3, 6.6.36; also Ion., Hp.Morb.2.5, al.; and Dor., Tab.Heracl.1.111, Theoc.5.18, al., f.l. in Diotog. ap. Stob.4.1.133 (codd. SMA). II Med. τελέθομαι, become, ὀπίσω δὲ θεοὶ τελέθονται Ps.-Phoc.104.
German (Pape)
[Seite 1084] (τέλλω, τέλος), werden, entstehen, geworden sein, und vollendet dasein; νὺξ τελέθει, es ist tiefe Nacht geworden, Il. 7, 282. 293, vgl. οἳ τὸ πάροσπερ ζαχρηεῖς τελέθουσι, 12, 347. 359; Od. 17, 486; Hes. O. 183. 508; an θάλλω erinnernd, vollkommen sein u. blühen, ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέθουσι, Il. 9, 441, vgl. 21, 465 Od. 19, 328; ἀμείνων τελέθει, er ist tüchtiger, 7, 52; τελέθεσκε, H. h. Cer. 241; im Orak. bei Her. 7, 141; oft bei Pind., ἄδολος τελέθει Ol. 7, 53, τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2, 95, ἐκ πόνων τελέθει αἰὼν ἁμέρα N. 9, 44, αἱ δύο ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι P. 2, 30; ἐν δ' ἀΐστοις τελέθοντος οὔτις ἀλκά, Aesch. Ag. 454, u. öfter; Eur. Med. 1096; sp. D., wie Nossis 4 (IX, 332), Antp. Th. 26 (VII, 531).
Greek (Liddell-Scott)
τελέθω: γ΄ ἑνικ. Ἰωνικ. παρατ. τελέθεσκε Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 242. Ποιητ. ῥῆμα, ἴσως ἀρχαῖος τύπος τοῦ τέλλω ΙΙ, ἔρχομαι εἰς τὸ εἶναι, γίνομαι, εἶμαι, ὑπάρχω, νὺξ τελέθει Ἰλ Π. 282, 293· τελέθουσι γυναῖκες Ἐμπεδ. 329· - ἀκολούθως, ἁπλῶς, εἶμαι κατά τινα τρόπον, εἶμαι τοιοῦτός τις, ἥτις σημασία δὲν εἶναι σπανία παρ’ Ὁμήρῳ, ὡς, ἀριπρεπέες τλέθουσι, μινυνθάδιοι τελ. Ἰλ. Ι. 441, Ὀδ. Τ. 328· ζαχρηεῖς τ. Ἰλ. Μ 347· ἀμείνων τελέθει Ὀδ. Η. 52· παντοῖοι τ. Ρ. 486· οὕτω καὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 179, 504, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Θέογν., Ἐπίχ. (94 Ahr.), Πίνδ., καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ. (ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ Σοφ.)· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζολόγοις ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, οἷον Ἱππ. 463. 10, κ. ἀλλ.· καὶ παρὰ Δωρ., Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 5774. 111, Διωτογ. παρὰ Στοβ. 267. 54. ΙΙ. = τελέω, φέρω εἰς ὕπαρξιν, Χρ. Σιβ. 3. 263. - Παθ, ἐγείρομαι, λαμβάνω ὕπαρξιν, Ψευδοφωκυλ. 98.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et impf. itér.
1 être complet, achevé, dans sa plénitude;
2 être, se trouver : ἔκ τινος naître de qch.
Étymologie: cf. τέλλω.
English (Autenrieth)
(τέλλω): poetic synonym of εἶναι or γίγνεσθαι, νὺξ ἤδη τελέθει, ‘it is already night,’ Il. 7.282 ; ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσιν, ‘become horned,’ ‘get horns’ straightway, Od. 4.85 ; παν- τοῖσι τελέθοντες, ‘assuming all sorts of shapes,’ Od. 17.486.