εὐμαρής Search Google

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμαρής Medium diacritics: εὐμαρής Low diacritics: ευμαρής Capitals: ΕΥΜΑΡΗΣ
Transliteration A: eumarḗs Transliteration B: eumarēs Transliteration C: evmaris Beta Code: eu)marh/s

English (LSJ)

ές,

   A easy, convenient, most commonly of things, εὐμάρεα προλέξαις Alc.Supp.22.7; εὐ. χείρωμα an easy prey, A.Ag. 1326; δυστυχούντων γ' εὐμαρὴς ἀπαλλαγή Id.Supp.339; ἔνθεσις Pherecr.108.6: Comp., Ph.1.19, Ascl.Tact.7.3; εὔμαρές [ἐστι] c.inf., 'tis easy, Sapph.Supp.5.5, Thgn.845, Simon.125.5, Pi.P.3.115, N.3.21, E.Alc.492; so ἐν εὐμαρεῖ [ἐστι] Id.IA969, Hel.1227, Fr. 382.10; [Ἡράκλειαν] ἐξ εὐμαροῦς ἔλαβεν Phleg.Mir.3.    b easy to obtain, abundant, cheap, σῖτος IG12 (5).714.15 (Andros, iv B.C., Comp.).    2 rarely of persons, bringing ease, χρόνος γὰρ εὐ. θεός S.El.179 (lyr.); gentle, Aret.SD1.6: Comp. -έστερος more 'in touch', Hp.Decent.13.    II Adv. -ρῶς, poet.-ρέως, easily, readily, πείθομαι B.5.195, cf. A.Fr.366, Pl.Criti.113e, Lg.706b, Luc.Am.53, Sor.1.33, etc.; τλήσεται εὐ. AP5.245 (Paul. Sil.): Comp. -έστερον Trag.Adesp.383, Hdn.8.7.6: Sup. -έστατα Ph.2.419; εὐμαρέως τοι χρῆμα θεοὶ δόσαν οὔτε τι δειλὸν οὔτ' ἀγαθόν Thgn.463. (From μάρη = χείρ (cf. εὐχερής) Sch.Il.15.137.) [ᾰ, for καταφαγῆμεν εὐμᾰρέα shd. be read in Epich.42.]

German (Pape)

[Seite 1079] ές (nach den Alten von μάρη, = χείρ, also = εὐχερής, Schol. Il. 15, 37), leicht, bequem, mühelos; εὐμαρές ἐστι, es ist leicht, Pind. P. 3, 115, N. 3, 20; so oft bei Folgdn, bes. Dichtern, Eur. Alc. 492, Alph. 1 (XII, 18), Simonds. 71 (XIII, 11), ἐν εὐμαρεῖ τὸ δρᾶν Eur. I. A. 969; δυστυχούντων εὐμαρὴς ἀπαλλαγή Aesch. Suppl. 334, vgl. Ag,. 1299, χρόνος εὐμαρὴς θεός Soph. Kl. 1 79, eine Gottheit, die Alles leicht ausführt, wie auch Hippocr., Themist. von Menschen, häufiger von Sachen, die leicht zu beschaffen sind. βίος D. Hal., ὅσα εὐτελέστατα καὶ τοῖς πενεστάτοις τῶν στρατιωτῶν εὐμαρῆ Hdn. 4, 7, 10, öfter bei Sp. – Das adv. auch früher in Prosa, τὴν νῆσον εὐμαρῶς διεκόσμησεν Plat. Critia. 113 e, vgl. Legg. IV, 706 b; oft bei Luc. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμᾰρής: -ές, εὔκολος, εὐχερής, πρόχειρος, ἄνευ κόπου, ὡς τὸ εὔκολος, πλὴν τοῦ ὅτι συνήθως εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον εν Θεόγνιδι 843 (ὅστις ἔχει καὶ τὸ Ἐπίρρ. -έως, 463)· εὐμ. χείρωμα, εὔκολος λεία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326· δυστυχούντων γ’ εὐμαρὴς ἀπαλλαγὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 338. ― εὐμαρές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι εὔκολον… Σιμωνίδ. 154, Πινδ. Π. 3. ἐν τέλ., Ν. 3. 37, Εὐρ. Ἄλκ. 492· οὕτως, ἐν εὐμαρεῖ ἐστι ὁ αὐτ. Ι. Α. 969, πρβλ. Ἐλ. 1227, Ἀποσπ. 385. 10. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπ., εὔκολος, ἤπιος, πρᾶος, Ἱππ. 24. 52, Σοφ. Ἠλ. 179, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, ποιητ. -ρέως, ἠπίως. Θέογν. ἔνθ' ἀνωτ., Πλάτ. Κριτίας 113E. 3) εὐκόλως, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, Βακχυλ. 5. 195 (ἔκδ. Blass), Πλάτ. Νόμ. 706B, Ἡρώνδ. Ἀποσπ. 5, Λουκ. Ἔρωτες 53. (Κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. ἐν Ἰλ. Ο. 37, ἐκ τοῦ ἀχρήστου μάρη = χείρ, πρβλ. εὐχερής). ᾰ, πλὴν ἐν Ἐπιχ. 23 Abr..

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 facile, aisé, commode ; εὐμαρές (ἐστι) il est facile de ; ἐν εὐμαρεῖ EUR facilement;
2 facile, complaisant ; qui rend tout facile.
Étymologie: εὖ, μάρη.

English (Slater)

εὐμᾰρής
   1 easy c. inf. παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (P. 3.115) οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές (N. 3.21) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας (N. 11.33)

Greek Monolingual

εὐμαρής, -ές (Α)
1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.
β. «εὐμαρὲς χείρωμα» — εύκολη λεία, Αισχύλ.)
2. φρ. α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῑ ἐστι» — είναι εύκολο
β) «ἐξ εὐμαροῡς» — με εύκολο τρόπο
3. άφθονος, φθηνός («εὐμαρὴς σῑτος», επιγρ.)
4. (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει ανακούφισηχρόνος γὰρ ευμαρὴς θεός», Σοφ.)
5. ευγενής
6. αυτός που παρέχει άνεση.
επίρρ...
εὐμαρῶς (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)
1. με ευχέρεια, εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», Λουκιαν.)
2. ηπίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάρη «χέρι».
ΠΑΡ. ευμάρεια
αρχ.
ευμαρέω, ευμαρότης].