συντάσσω
English (LSJ)
Att. συντάττω,
A put in order together, esp. as a military term, draw up, put in array, Hdt.7.78, Th.8.28, X.HG4.8.28, etc.; σ. πεζοὺς αὐτοῖς (sc. τῷ ἱππικῷ) draw up the foot with the horse, ib. 7.5.24:—Pass., to be drawn up in order of battle, E.HF191, X.Cyr. 1.4.18, etc.; μάλιστα ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ in the best order of all the army, Th.3.108; μεθ' ὅπλων συντεταγμένοι D.21.223; τισι or μετά τινων with others, X.HG1.2.15, Vect.2.3, cf. Cyr. 6.4.14, etc.:—Med., form in order of battle, ὁμόσε χωρῶμεν ξυνταξάμενοι Ar.Lys.452: Med. also trans., συνταξάμενος βαθεῖαν τὴν φάλαγγα having drawn up his phalanx in deep order, X.HG2.4.34. b place under command of, τινὶ τάξιν Arr.An.4.24.10:— Pass., metaph., τὰ πάθη τῇ τοῦ λογισμοῦ ἡγεμονίᾳ Hierocl.in CA19p.461M. c place in the same class, c. dat., Plot.6.1.25, Dam. Pr.1, al. 2 Pass., of single persons, to be collected, resolute, συντεταγμένος στρατηγός X.HG4.8.22; περὶ παίδων ἀγωγὴν ἄκρως σ. D.L.5.65; so of the mind, πρὶν ξυνταχθῆναι . . τὴν δόξαν before they have time to get their thoughts collected, Th.5.9 (ξυνταθῆναι is prob. cj.); ἡ ἐπὶ τοῦ συντετάχθαι . . φρόνησις οὖσα Amphis 33.4; ἔφοδος ἐνεργὸς καὶ σ. Plb.3.19.5. II arrange, organize, τὸ σῶμα Pl.Grg. 504a; τὰ συσσίτια συντέταχεν ὁ νόμος Id.Lg.625c; ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας Id.Phlb.30c; σύνοδον Plu.Ant.71: in bad sense, concoct, ψευδῆ κατηγορίαν Aeschin.2.183:—Pass., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι organically united with, Pl.Lg.903d; ὀλιγαρχικῶς συντετ. Arist.Pol.1317a6; σημεῖον πολιτείας συντεταγμένης of an organized state, ib.1272b30; Τροιζήνιοι σ. εἰς τοὺς Ἀχαιούς joined the Achaean League, Plu.Arat.24; οἱ συντεταγμένοι the conspirators, X.HG3.3.7:—Med., arrange for oneself, i.e. make one's own plans of life, Hp. VM10: also, get matters organized or arranged, or simply ordain, settle, τὰ νόμιμα ἡμῖν συνετάξατο [ὁ νομοθέτης] Pl.Lg.626a, cf. 625e, 781b; τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν Lycurg.106; καταστήσαντες . . εἰς τὴν προγεγραμμένην κώμην Τεβτῦνειν οὗ ἐὰν Ἀρίστων συντάσσηται wherever A. may arrange to accept delivery, PSI10.1098.24 (i B.C.). 2 of taxation, assess, IG12.63.17; σύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον Aeschin.3.95:—Pass., to be organized for paying contributions, ib.97, D.13.3,9; but τὸ συντεταγμένον the assessed sum, Arist.Pol.1330a7:—Med., agree to such assessment, D.27.7, cf. 28.8; τι εἰς τροφὴν συνταξάμενος ἐδίδου gave an allowance for food, Aeschin.1.102: cf. σύνταξις 11.3. 3 compose or compile a narrative or book, Plb.2.40.4, Plu.Brut.4:—Med., Pl.Phdr.263e, Plb.1.3.8, Gal.19.221: abs., write a book, Plb.9.2.2; οἱ τὰ Ῥωμαϊκὰ συνταξάμενοι D.H.4.7; σ. ὑπόθεσιν treat of . ., Id.Comp.4:—Pass., προοίμιον συντεταγμένον εἴς τι Pl.Lg.930e, cf. Aeschin.3.201. 4 c. inf., ordain, prescribe, order, δασμοὺς ἀποφέρειν τινάς X.Cyr.8.6.8, cf. Aeschin.2.22, PEnteux.27.13, 84.10,16 (iii B.C.), PCair.Zen.28.1, al. (iii B.C.), Plb.3.50.9, PStrassb.100.21 (ii B.C.): without inf., συντάξαντος ἡμῖν Ἀμύντου PCair.Zen.27.1 (iii B.C.); καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς v. l. for προσέταξεν in Ev.Matt.21.6. b c. acc. rei, prescribe, of a physician, θεραπείαν Plu.Per.13, cf. D.S.1.70, Sor.1.60; also σ. τί πρῶτον οἰστέον Alex.186.3:—Pass., τοιαύτης ἐπιμελείας συνταχθείσης Sor.2.48: generally, to be prescribed or ordained, ταὐτὸν περὶ τὰς ἡδονὰς συντεταγμένον ἐν τοῖς νόμοις Pl.Lg.634b, cf. 817e; ταῦτα τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Epist. ap. D.18.78; ἄν τις πόλις μὴ ἀποστείλῃ τὴν δύναμιν τὴν συντεταγμένην IG42(1).68.95 (Epid., iv B.C.). 5 Gramm., combine in interpretation, τοῖς προειρημένοις συντάττουσι ταῦτα Gal.15.897, cf. 16.533 (Pass.); construct or construe a word, τὰ ἀρρενικὰ τοῖς θηλυκοῖς D.H.Amm.2.11, cf. A.D.Conj.218.10; τὴν ἐν πρόθεσιν μετὰ γενικῆς Greg.Cor. p.44S.:—Pass., A.D.Pron.69.15, D.L.7.64; συντάσσεται ἀπὸ γενικῆς εἰς αἰτιατικήν (e.g. ἀφαιρῶ σοῦ τόδε) Thom.Mag.p.33R.; cf. συντακτός, σύνταξις 1.4. b Pass., to be added to, c. dat., A.D.Pron.38.1; of syllables, τὸ σκλα καὶ στρα συντετάξεται Id.Synt.313.16. III Med., agree together, πάντα συνταξάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου τούτων ἔπραττον D.24.27; συνταξάσθω πρὸς αὐτοὺς . . πόσον δεῖ ἔλαιον . . πωλεῖν PRev.Laws 47.13 (iii B.C.); σ. πρὸς ἀλλήλους Plb.3.67.1: c. inf., συνετάττετο κοινῇ πρεσβεύειν D.19.13:—Pass., κατὰ τὸ συντεταγμένον in accordance with what had been arranged, Plb.3.42.9, 3.43.6; πραξάντων τὸ συνταχθέν Id.8.28.10; κελεῖσαι προελθόντα στῆναι πρὸ τῆς πόλεως ἐπὶ τὸν συνταχθέντα τάφον the pre-arranged tomb, Id.9.17.2; cf. σύνταξις 11.2. IV Med., take leave of one, bid him farewell, τινι Charito 8.4, Men.Rh. p.430S., AP9.171 (Pall.); cf. ἀποτάσσω IV.
Greek (Liddell-Scott)
συντάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― διευθετῶ ἐν τάξει, θέτω εἰς τάξιν, μάλιστα ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, παρατάσσω, ὡς τὸ διατάσσω, Ἡρόδ. 7. 78, Θουκ. 8. 28, Ξεν., κλπ.· σ. πεζοὺς τῷ ἱππικῷ, παρατάσσω τὸ πεζικὸν εἰς τὴν αὐτὴν γραμμὴν μετὰ τοῦ ἱππικοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 24, πρβλ. 4. 8, 28· ― Παθ., παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 191, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18, κτλ.· οὗτοι δὲ μάλιστα ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ ἀνεχώρησαν Θουκ. 3. 108· μεθ’ ὅπλων συντεταγμένοι Δημ. 585. 27· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, ὁμόσε χωρῶμεν συνταξάμενοι Ἀριστοφ. Λυσ. 452· τισι ἢ μετά τινων Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 15, Πόροι 2. 3, πρβλ. Ἀνάβ. 6. 4, 21, κτλ.· ― ἀλλὰ τὸ μέσ. εἶναι καὶ μεταβ., συνταξάμενος βαθεῖαν τὴν φάλαγγα, παρατάξας τὴν φάλαγγα εἰς μέγα βάθος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 34· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1, 2. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, εἶμαι σταθερός, ἀποφασισμένος, συντεταγμένος στρατηγὸς αὐτόθι 4. 8, 22· περί τινος Διογ. Λ. 5. 65· οὕτως, ἐπὶ τῆς διανοίας, πρὶν ξυνταχθῆναι... τὴν δόξαν, πρὶν ἢ συλλέξωσι τὰς σκέψεις των, Θουκ. 5. 9· ἡ ἐπὶ τοῦ συντετάχθαι... φρόνησις οὖσα, πρὸς τὸν σκοπὸν τακτικῆς διευθετήσεως ἢ συγκροτήσεως, Ἄμφις ἐν «Φιλαδέλφοις» 1. 4· ἔφοδος ἐνεργὸς καὶ σ. Πολύβ. 3, 19, 5. ΙΙ. διευθετῶ, τακτοποιῶ, συγκροτῶ, διοργανῶ, Λατ. constituere, τὸ σῶμα Πλάτ. Γοργ. 504Α· τὰ ξυσσίτια ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625C· ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30C· σύνοδον Πλουτ. Ἀντών. 71· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, συσκευάζω, συμπλέκω, ψευδῆ κατηγορίαν Αἰσχίν. 52. 37, πρβλ. Δημ. 888. 26. ― Παθ., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι, ὀργανικῶς ἡνωμένη μετὰ τοῦ σώματος Πλάτ. Νόμ. 903D, πρβλ. 817Ε· ὀλιγαρχικῶς συντετ. Ἀριστ. Πολιτ. 6. 1, 4· τί σημεῖον πολιτείας συντεταγμένης; ὠργανωμένης, συγκεκροτημένης, αὐτόθι 2. 11, 2· Τροιζήνιοι σ. εἰς τοὺς Ἀχαιούς, ἡνώθησαν μετὰ τῆς συμπολιτείας τῶν Ἀχαιῶν, Πλούτ. Ἄρατ. 24· οἱ συντεταγμένοι, οἱ συνωμόται, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 7. ― Μέσ., τακτοποιῶ, διευθετῶ δι’ ἐμαυτόν, κάμνω τὰ σχέδιά μου περὶ τοῦ βίου μου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· ὡσαύτως διευθετῶ, διοργανῶ, τακτοποιῶ τὰς ὑποθέσεις, ἢ ἁπλῶς, διατάσσω, διευθετῶ, τὰ νόμιμα ἡμῖν συνετάξατο [ὁ νομοθέτης] Πλάτ. Νόμ. 626Α, πρβλ. 625Ε, 781Β· τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν Λυκοῦργ. 162. 23. 2) ἐπὶ φορολογίας, ὁρίζω τὸν φόρον, ἐπιβάλλω, σύνταγμα συντάξας εἰς ρ΄ ταλάντων πρόσοδον Αἰσχίν. 67. 16. Παθ., διοργανοῦμαι πρὸς πληρωμὴν συνεισφορῶν, αὐτόθι 28, Δημ. 167. 6., 168. 21· ἀλλά, τὸ συντεταγμένον, τὸ διωρισμένον ποσόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 10. ― Μέσ., παραδέχομαι τὸν τοιοῦτον διορισμὸν συνεισφορᾶς, Δημ. 815. 11., 838. 9· σ. τι εἴς τι, συνεισφέρω, Αἰσχίνης 14. 33· πρβλ. σύνταξις ΙΙ. 3. 3) συντίθημι, συντάττω διήγημα, Πολύβ. 2. 40, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 4· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. ἐν «Φαίδρῳ» 263Ε, Πολύβ. 1. 3, 8· ἀπολ., γράφω βιβλίον, ὁ αὐτ. 9. 2, 2· σ. ὑπόθεσιν, πραγματεύομαι περί..., Schäf. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 70. ― Παθ., προοίμιον ξυντεταγμένον εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 930Ε, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 33. 4) μετ’ ἀπαρ., διατάττω, παραγγέλω, τινὰ ποεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 6, 8. Αἰσχίν. 31. 8. β) μετ’ αἰτ. πράγμ., παραγγέλλω, ἐπὶ ἰατροῦ, θεραπείαν σ. τινὶ Πλουτ. Περικλ. 13· νοσοῦντι κίχλην ὁ αὐτ. 2. 204Β. πρβλ. Διόδ. 1. 70· ὡσαύτως, συντάξαι τί πρῶτον οἰστέον Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1. 3. ― Παθ., καθόλου, παραγγέλλομαι, ὁρίζομαι, διατάσσομαι, ποῦ δὴ τοῦτ’ ἔστι ταὐτὸν περὶ τὰς ἡδονὰς συντεταγμένον ἐν τοῖς νόμοις; Πλάτ. Νόμ. 634Β, πρβλ. 817Ε· ταῦτα τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Δημ. 251. 11. 5) παρὰ τοῖς γραμμ., συντάσσω λέξιν τινά, συνάπτω αὐτὴν ἑτέρα, γενικῇ ἢ μετὰ γενικῆς, Ba?t. and Schäf. Γρηγ. Κορινθ. 45· ― Παθ., Διογ. Λ. 7. 61· πρβλ. συντακτός, σύνταξις Ι. 4. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συμφωνῶ ὁμοῦ, πάντα συνταξάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου Δημ. 708. 18 σ. πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 67, 1· μετ’ ἀπαρεμ., συνετάττετο κοινῇ πρεσβεύειν Δημ. 344, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 14. 33· ― οὕτως ἐν τῷ παθ. τύπῳ, τὸ συντεταγμένον, τὸ συνταχθέν, συμφωνία, Πολύβ. 3. 42, 9, κτλ.· πρβλ. σύνταξις ΙΙ. 2. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀποχαιρετίζω τινά, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 171, Ρήτορες (Walz) τ. 9. σ. 309, πρβλ. ἀποτάσσω ΙΙ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 140 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
I. ranger ensemble, arranger, disposer en un tout, acc. ; organiser de façon à faire entrer dans, à réunir à : ἀπόρους εἰς τὸ πολίτευμα PLUT faire entrer les indigents dans l’organisation politique ; Pass. se réunir à, entrer dans l’organisation de ; abs., au Pass. s’organiser, se concerter : οἱ συντεταγμένοι XÉN les conjurés ; particul. :;
1 ranger en bataille : στράτευμα XÉN une armée ; πεζοὺς ἱππεῦσι σ. XÉN ranger l’infanterie en ligne avec la cavalerie ; Pass. avoir l’habitude d’être rangés;
2 composer un ouvrage, acc.;
3 combiner, machiner (une intrigue, un complot, etc.);
II. ordonner, prescrire : τί τινι prescrire un remède, des soins à qqn;
Moy. συντάσσομαι;
I. tr. 1 ranger, disposer qch à soi (son armée, sa flotte, etc.) ; en gén. arranger, fixer, régler : νόμους PLUT les coutumes, les lois;
2 composer (un discours, un livre, etc.) acc.;
3 ordonner, prescrire;
II. intr. 1 se rapprocher de, se joindre à, se réunir avec : μετά τινος se ranger du côté de qqn ; en parl. de choses s’accorder;
2 particul. en parl. de troupes qui se rassemblent, au part. ξυντεταγμένος qui est en bon ordre.
Étymologie: σύν, τάσσω.
English (Strong)
from σύν and τάσσω; to arrange jointly, i.e. (figuratively) to direct: appoint.
English (Thayer)
1st aorist συνέταξα; from Herodotus down;
a. to put in order with or together, to arrange;
b. to (put together), constitute, i. e. to prescribe, appoint (Aeschines, Demosthenes; physicians are said συντάσσειν φάρμακον, Aelian v. h. 9,13; (Plutarch, an sen. sit gerend. resp. 4,8)): τίνι, L Tr WH; Sept. often for צִוָּה.