ἅρμα

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅρμα Medium diacritics: ἅρμα Low diacritics: άρμα Capitals: ΑΡΜΑ
Transliteration A: hárma Transliteration B: harma Transliteration C: arma Beta Code: a(/rma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A chariot, esp. war-chariot, Il.5.231, etc.; freq. in pl. for sg., ἑσταότ' ἐν θ' ἵπποισι καὶ ἅρμασι 4.366, etc.; τὰ Λυδῶν ἄρματα Sapph.Supp.5.19; ἵππους ὑφ' ἅρμασι ζευγνύναι A.Pers.190, E.Hipp.111; ἵππους ὑφ' ἅρματα ἄγειν A.Pr.465; πῶλον . . ζυγέντ' ἐν ἅρμασιν Id.Ch.795 (lyr.); opp. ἁρμάμαξα (q. v.); also, racing-chariot drawn by horses, opp. ὄχημα (a mule-car), Pi.Fr.106.5; ἅ. τέλειον IG2.967.45; ἁρμάτων ὀχήματα E.Supp.662, cf. Ph.1190; travelling-chariot, Act.Ap.8.28.    2 chariot and horses, yoked chariot, Il.2.384, etc.; ἅ. τέθριππον Pi.I.1.14; ἅ. τετράορον, τέτρωρον, Id.P.10.65, E.Alc.483: metaph., τρίπωλον ἅ. δαιμόνων of three goddesses, E. Andr.277 (lyr.).    3 team, chariot-horses, ἅρμασιν ἐνδίδωσι κέντρον Id.HF881 (lyr.); ἅρματα . . φυσῶντα καὶ πνέοντα Ar.Pax902; ἅρματα τρέφειν keep chariot-horses for racing, X.Hier.11.5; ἅρματος τροφεύς Pl.Lg.834b.    4 metaph., ἅ. θαλάσσης a ship, Nonn.D.4.230, al., Opp.H.1.190.    II a mountain district in Attica, where omens from lightning were watched for: hence prov., ὁπόταν δἰ Ἅρματος ἀστράψη, i.e. seldom or never, Str.9.2.11; δι' Ἅρματος alone, Plu.2.679c.    III Pythag. name for unity, Theol.Ar.6.

German (Pape)

[Seite 354] (ἄρω), τό, 1) Wagen, bei Hom. Streitwagen, zweirädrig, von Pferden gezogen; oft auch plur. für sing., z. B.ll. 4, 366; pleon. ἁρμάτων ὄχοι Eur. Phoen. 1197. Auch das Gespann, z. B. ἅρματος τροφεύς Plat. Legg. VIII, 834 b; τέθριππον, τέτρωρον Pind.; Eur. ἅρματα τρέφειν, Pferde zum Wagenrennen halten; ἅρμα ἐλαύνειν Ar. Nub. 70; Plat. Phaedr. 246 e; ζευγνύναι Tim. 22 c. Auch bei Xen. ist ἅρμα Streitwagen, Cyr. 3, 3, 60 u. öfter; δρεπανηφόρον, Sichelwagen. – 2) eine Berggegend in Attika, wo man auf weissagende Blitze wartete; dah. δι' ἅρματος, sprichwörtl. von spät, nach langem Warten erfolgenden Dingen, Strab.; καὶ σπανίως, ἑστιᾶν, Plut. Quaest. Symp. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
1 char de guerre;
2 le char et les chevaux, attelage.
Étymologie: R. Σαρ > Ἁρ lier.
2(ἡ) :
union.
Étymologie: mot delphien ; R. Σαρ > Ἁρ lier. Cf. ἁρμή.

English (Autenrieth)

ατος: chariot, esp. the warchariot; very often in pl., and with ἵπποι, Il. 5.199, 23, Il. 4.366; epithets, ἄγκυλον, ἐύξοον, ἐύτροχον, θοόν, καμπύλον, δαιδάλεα, κολλητά, ποικίλα χαλκῷ. For the separate parts of the chariot, see ἄντυξ, ἄξων, ῥῦμός, ἕστωρ, ἴτυς, ἐπίσσωτρα, πλῆμναι, κνήμη, δίφρος, ζυγόν. (See cut No. 10, and tables I. and II.)

English (Slater)

ἅρμα (ἅρμα, ἅρματι, ἅρμα; ἁρμάτων, ἅρμασι(ν), ἅρματα)
   1 chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon (O. 8.49) τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι (O. 10.62) εὔδοξον ἅρματι νίκαν (P. 6.17) Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα (P. 6.32) τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (P. 11.46) ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων (N. 9.4) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) (N. 9.12) ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (I. 1.14) ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon (I. 1.54) ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν (I. 3.16) (φάμα): ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (I. 4.25) ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι (I. 5.5) ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” (O. 1.77) Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι (P. 1.33) ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον (ἔν τ' ἄρματα v. l.) (P. 2.11) χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (N. 6.51) ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) (N. 7.93) met., chariot of the Muses, i. e. song, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν (O. 1.110) Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον (P. 10.65) ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): eol. ἄρμα Sapph.1.9, 16.19
I 1carro
a) descubierto, para la guerra, carrera o viaje οἱ ἵπποι ... φέρον ἅρμα Il.23.304, cf. 11.528, 21.38, Sapph.44.17, Alc.283.15, Ar.Nu.69, Th.5.50, 6.16, Pl.Lg.641a, Call.Fr.38.44, LXX Ge.41.43, Ex.14.9, Act.Ap.8.28, POxy.2190.10 (I d.C.), D.C.76.12.3, en época romana, utilizado en el triunfo (lat. quatio) κατάγων θρίαμβον ἀλλ' οὐκ ἐφ' ἅρματος Mon.Anc.Gr.2.9
c. calif. que lo definen por sus características de ensamblaje, construcción o decoración καμπύλον Il.5.231, Hes.Sc.324, ἅρμασί τε γλαφυροῖς Pi.N.9.12, ἅρμασι κολλητοῖσι Il.4.366, Od.17.117, cf. Hes.Sc.309, εὐποίητα Hes.Sc.64, cf. 63, ποικίλα Il.13.537, Od.3.492, ἅρμασι χρυσεοτεύκτοις Orph.H.55.18, εὔτροχον Hes.Sc.463
op. a ἁρμάμαξα Hdt.7.41
ἅρματα δρεπανηφόρα carros falcados X.An.1.7.11, LXX 2Ma.13.2
c. esp. ref. a su velocidad θοὸν ἅ. Hes.Sc.97, 342, Pi.O.8.49, ἐπὶ ταχυτάτων ἁρμάτων Pi.O.1.77, κροτητῶν ἁρμάτων S.El.714
c. indicación de su origen ἅ. Θηβαῖον op. a Σικελίας ὄχημα Pi.Fr.106.5, τὰ Λύδων ἄρματα Sapph.16.19, Pi.Fr.206, Σύριον ἅ. A.Pers.84;
b) en relación con partes de su estructura o el tiro determinando a ὄχος u ὄχημα carro ἐν ἁρμάτων ὄχοις E.IT 370, cf. Ph.1190, ἁρμάτων ὀχήματα E.Supp.662
incluido junto con su tiro ἦλθες ἄρμ' ὑπασδεύξαισα viniste tras uncir el carro Sapph.1.9, y def. por éste κρατήσιππον ἅ. Pi.N.9.4, ζυγωτῶν ἁρμάτων ἐπιστάται S.El.702, ἅρματι τεθρίππῳ en una cuadriga Pi.I.1.14, cf. E.Heracl.860, IA 230, τρίπωλον E.Andr.277, ἅρματι πωλικῷ IG 22.2313.59 (II a.C.), cf. PGiss.3.1 (II d.C.), ἡμιονικὸν ἅ. BGU 814.6 (III d.C.), ἐφ' ἅρματος ἐλεφάντων carro de elefantes D.C.74.4.1
en plu. c. sign. sg. ἑσταότ' ἔν θ' ἵπποισι καὶ ἅρμασι Il.4.366, cf. Od.3.476, 15.47, A.Pers.190;
c) como algo propio de héroes Διομήδεος ἅρματα Il.8.115, de Aquiles Il.10.322, Νεστόρειον Pi.P.6.32, y de dioses Ζηνός E.Fr.312, de Ahuramazda, Hdt.7.40, Ῥείης Nonn.D.43.22, cf. Orph.H.14.2, del diablo, Procl.CP Or.M.65.693A, por lo tanto a veces tirado por animales diferentes de los normales: gorriones en el caso de Afrodita, Sapph.1.19 (cf. l.c.), cisnes en el de Apolo, Nonn.D.8.229, 24.84, πτηνὸν ἅ. carro alado de Zeus, Pl.Phdr.246e
para explicar el curso del día y la noche carro del Sol, Pl.Ti.22c, Lg.899a, Isidorus 3.25, Plu.2.364c, Orph.H.8.19, de la Noche, A.Ch.660;
d) de ciertos carros ideales que conducen al triunfo νίκης ἀγλαὸν ἅρμα Simon.79.4D., de la poesía Μοισαῖον ἅ. Pi.I.8.61, cf. O.1.110, B.5.177, Choeril.2.5, del conocimiento filosófico, Parm.B 1.5, Emp.B 3.5.
2 caballos del carro, tiro ἅρμασι δ' ἐνδίδωσι κέντρον E.HF 881, ἅρματα ... φυσῶντα καὶ πνέοντα Ar.Pax 902, εἰ ... ἅρματα ... τρέφοις X.Hier.11.5, ἅρματος ... τροφεύς Pl.Lg.834b.
II 1ἅ. θαλάσσης barco Opp.H.1.190, Nonn.D.4.230, 14.40, Par.Eu.Io.6.17.
2 astr. El Carro σελασφόρον Ἅρμα Nonn.D.38.426, cf. 388. • DMic.: a-mo, a-mo-i-je-to (?).

• Etimología: De *ar-mn̥ < *H2er- ‘ajustar’, cf. lat. arma, arm. yarmar y numerosos deriv. en gr. Tb. se ha postulado *ar-s-mn̥ para explicar la aspiración, pero cf. mic. a-mo. La aspiración es posterior y analógica.

Spanish (DGE)

lat. harma una clase de colirio Scrib.Larg.28, CIL 13.10021.10.

English (Strong)

probably from αἴρω (perhaps with Α (as a particle of union) prefixed); a chariot (as raised or fitted together (compare ἁρμός)): chariot.

English (Thayer)

ἅρματος, τό (from ἈΡΩ to join, fit; a team), a chariot: ἅρματα ἵππων πολλῶν chariots drawn by many horses, Homer down).