ὁρκίζω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
Dor. fut.
A ὁρκιξέω IG 22.1126.13 (Delph.) :—like ὁρκόω (used with it in D.19.278), make one swear, administer an oath to a person, τινα; rejected by Phryn.338, but found in X.Smp.4.10, D.18.30,19.278,23.172, Arist.Fr.149,PCair.Zen.254.2 (iii B. C.) ; ὁ. ἐφ' ᾧ ἔσται SIG684.25 (Dyme, ii B. C.) : c. dupl. acc., ὁ. τινὰς ὅρκον IG9(2).1109.52 (Thess., ii/i B.C.), 5(1).1390.1 (Andania, i B. C.); ὁ. τινά, c. inf., LXXNe.5.12 ; adjure, δαίμονας, c. inf., PMag.Par.1.345 ; ὁ. τινὰ κατὰ τοῦ Θεοῦ LXX 2 Ch.36.13, cf. PMag.Par.1.289, PMag.Lond.121.242 ; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν Ev.Marc.5.7, cf. PMag.Par.1.3045 ; οὐρανὸν ὁρκίζω σε Orph.Fr.299 ; ὁ. σε τοῖς Μήδων καὶ Περσῶν δόγμασιν ἵνα . . LXXDa.6.13:—Pass., to be sworn, ὡρκισμένοι νόμῳ ἰητρικῷ Hp.Jusj., cf. Plb.38.13.5.
German (Pape)
[Seite 378] = ὁρκόω, Einen schwören lassen, vereidigen, τινά, von den Atticisten verworfen, findet sich aber Xen. Symp. 4, 10, Dem. 18, 30. 23, 172; Pol. 16, 31, u. bei Folgdn häufig (s. die Beispiele, welche Lob. Phryn. 361 anführt), die auch ὁρκίζω τι sagen, Etwas beschwören.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκίζω: Δωρ. μελλ. ὁρκιξέω Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 13. Ὡς τὸ ὁρκόω, (ἐν χρήσει μετ’ αὐτοῦ ἐν Δημ. 430. 21, 23) ὡς καὶ νῦν, βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, τινά˙ ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. ἐν τῷ Συμπ. 4, 10, Δημ. 235 ἐν τέλ., ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 678. 5˙ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 361˙ ὁρκ. τινὰ ἐφ’ ᾧ ... Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 25˙ ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, σὲ ὁρκίζω ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ …, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 5. 7˙ - Παθ., ὁρκίζομαι, ὡρκισμέναι νόμῳ ἰητρικῷ Ἱππ. Ὅρκ., πρβλ. Πολύβ. 38. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
faire prêter serment, faire jurer, acc..
Étymologie: ὅρκος.
Spanish
conjurar, exigir la presencia, obligar mediante un conjuro, expulsar
English (Strong)
from ὅρκος; to put on oath, i.e. make swear; by analogy, to solemnly enjoin: adjure, charge.
English (Thayer)
(ὅρκος);
1. to force to take an oath, to administer an oath to: Xenophon, conviv. 4,10; Demosthenes, Polybius; cf. Lob. ad Phryn., p. 361.
2. to adjure (solemnly implore), with two accusative of person, viz. of the one who is adjured and of the one by whom he is adjured (cf. Matthiae, § 413,10; (Buttmann, 147 (128))): R G (see ἐνορκίζω); Sept. for הִשְׁבִּיעַ , τινα followed by κατά with the genitive, ἐν, ἐνορκίζω, ἐξορκίζω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁρκίζω) όρκος
1. υποχρεώνω κάποιον να δώσει όρκο, να διαβεβαιώσει ή να υποσχεθεί κάτι ενόρκως
2. (μέσ. και παθ.) ορκίζομαι
παίρνω όρκο
νεοελλ.
1. απαγγέλλω το κείμενο του όρκου ως ιερέας, αξιωματούχος ή προϊστάμενος υπηρεσίας και το επαναλαμβάνει εκείνος που αναλαμβάνει επίσημα τα καθήκοντά του
2. εξορκίζω, παρακαλώ θερμά κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι («σέ ορκίζω στα παιδιά σου...»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ορκισμένος, -η, -ο
φανατικός, άσπονδος («είναι ορκισμένος εχθρός της δημοκρατίας»).