προβολή

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβολή Medium diacritics: προβολή Low diacritics: προβολή Capitals: ΠΡΟΒΟΛΗ
Transliteration A: probolḗ Transliteration B: probolē Transliteration C: provoli Beta Code: probolh/

English (LSJ)

ἡ, (προβάλλω)

   A putting forward, esp. of a weapon for defence, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι to bring the spears to the rest, couch them, X.An.6.5.25 (nisi leg. προσβολήν) ; [τὰ δόρατα] ἀποτεῖναι ἐς π. Arr.An.1.6.2; κοντοὺς ὀρθοὺς ὡς ἐς π. φέροντες Id.Tact.43.2; ἵστανται ἐς π. ib.36.3; ἐν προβολᾷ θεμένα ξίφος bringing it to the guard, AP7.433 (Tymn.); ὁπλίτας ἑστῶτας ἐν π. standing with spear in rest, Plu.Caes.44, cf. Plb.2.65.11; ὑπελθεῖν τὴν π. τοῦ πολεμίου get under his guard, D.H.3.19; of a pugilist, δοχμὸς ἀπὸ π. κλινθείς Theoc.22.120; παγκρατίου προβολὰν διδάξαι IG42(1).122.53 (Epid., iv B.C.), cf.7.2470.3 (Thebes, iv/iii B.C.); Carneades προβολὴν pugilis . . similem facit ἐποχῇ Cic.Att.13.21.3; ἀνέχοντες ἐν π. τὰς χεῖρας, of long-distance runners, Philostr.Gym.32; ἡ π. τῶν χειρῶν, of boxers, ib.34; αἱ π. τοῦ σώματος X.Cyn.10.22; ἡ τῆς φάλαγγος π. the phalanx with its pikes couched, Plb.18.30.1; αἱ τῶν θυρεῶν π. Id.1.22.10, cf. Arr.Tact.37.5; of the legs, putting foremost, Arist.IA706a6.    2 putting forth, βλαστοῦ Gp.5.25.1.    3 putting forward of a plea or case, Hermog.Stat.4, al.    II projection, prominence, ἡ π. τοῦ χείλεος Hp.Art.8, etc.; τῆς κεφαλῆς a prominence of the skull, Id.VC1; τῆς γλώσσης Aret.SA1.7; π. ἀπὸ τοῦ χείλεος, of an elephant's trunk, Id.SD2.13, cf. Ael.NA5.41.    2 jutting rock, foreland, or tongue of land, S.Ph.1455 (anap., prob. for προβλής) ἐπὶ προβολῇσι θαλάσσης Q.S.9.378, cf. D.P.1013, Plb.1.53.10; Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ π., i.e. from the Delta of the Nile, AP9.350 (Leon.Alex.); also the spurof a hill, Plu.Crass.22.    3 head of a spear or κέστρος 11, Plb.18.29.3, 27.11.2.    4 projecting bridge, Id.3.46.4.    5 projection of a weapon from the soldier's body, Ael.Tact.14.3.    6 advanced body of cavalry, Arr.Tact.40.2, al.    7 rope for lowering buckets, PFlor.153 (iii A.D.), etc.    III thing held before one as a defence, screen, bulwark, π. μεγάλη τῆς χώρας X.Mem.3.5.27; of the eyebrows, Id.Cyn.5.26; τοῦ ὄμματος Arist.GA780b23; ὅπως ᾖ π. τοῖς . . σπλάγχνοις [τὸ νῶτον] Id.PA672a17: c.gen. objecti, defence against . ., δείματος π. καὶ βελέων S.Aj.1212 (lyr.); θανάτου E.Or.1488 (lyr.); καυμάτων Pl.Ti.74b; τοῦ ἡλίου, τῶν ἀνέμων, τοῦ ψύχους, Thphr.CP2.7.4, 3.10.4, 5.13.3; πρὸς τοὺς χειμῶνας ib.3.7.2.    2 protection, τὰ προβολῆς ἕνεκα εἰργασμένα Pl.Plt.288b; π. ἔχειν, of plants, Thphr.CP3.20.5; προβεβλημένοι τὴν γαμικὴν π. Dam.Isid.160.    3 front of a horse's hoof, Hippiatr.123.    IV proposal of a person's name for election, Pl. Lg.765b, SIG976.10 (Samos, ii B.C.), CPR20.8 (iii A.D.), Cod.Just. 10.11.8.4, al., Ps.-Ptol.Centil.83.    V as law-term, a form of public process by presentation of a case to the assembly, D.21.193: pl., ib.11, Lex ib.8, 10; τῶν συκοφαντῶν π. ἐποιησάμεθα Aeschin.2.145, cf. X. HG1.7.35, Isoc.15.314, Arist.Ath.43.5, 59.2, Harp. s.v. καταχειροτονία.    VI advance, loan, PSI6.666.10 (iii B.C.); π. εἰς τὸ ζῆν financial provision, means of livelihood, gloss on ἀφορμή, Sch.E. Med.342.

German (Pape)

[Seite 712] ἡ, 1) das Vor- od. Hervorwerfen, Hervorbringen, τοῦ βλαστοῦ, das Treiben des Keimes, der Knospe, Theophr. u. a. Sp. – 2) das Hervortretende, Hervorragende, vorspringender Felsen, wie προβλής, D. Per. 1013; so verbessert Herm. in Soph. Phil. 1455 κτύπος πόντου προβολῆς für κτύπ ος πόντου προβλής, was heißen muß »das Rauschen des an die Felsufer schlagenden Meeres«; vgl. Pol. 1, 53, 10; ἀναύρων προβολαί, Ufer der Flüsse, D. Per. 1118; Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ προβολῆς, Leon. Al. 25 (IX, 350). – Auch wie προβοσκίς, der Elephantenrüssel, Aret., προβολὴ μακρὴ ἀπὸ τοῦ χείλεος. – 3) alles zum Schutze, zur Vertheidigung Vorgehaltene, Schutzwehr, πρὶν μὲν δείματος ἦν μοι προβολὰ καὶ βελέων θούριος Αἴας, Soph. Ai. 1191; θανάτου, Schutzwehr gegen den Tod, Eur. Or. 1488; καυμάτων, gegen die Hitze, Plat. Tim. 74 b; προβολῆς ἕνεκα, zum Schutz, Polit. 288 b; Xen. Cyn. 5, 26 Mem. 3, 5, 27; Folgde, wie Pol. 2, 65, 11, θυρεῶν 1, 22, 10; a. Sp., ἑστάναι ἐν προβολῇ, mit gefälltem Speer ausliegen, Plut. Caes. 44; vgl. bes. Xen. An. 6, 3, 25 (Krüger προσβολή); θηκτὸν ἐν προβολᾷ θεμένα ξίφος, Tymn. 4 (VII, 433), sich mit geschärftem Schwerte auslegend; vgl. noch Theocr. 22, 120, wo es das Ausfallen oder Ausschlagen mit der bloßen Hand ist, um den Gegner im Faustkampfe zu treffen, u. Ruhnk. epist. crit. I p. 70. – 4) der Vorschlag zur Wahl, τὴν προβολὴν τὸν αἱρούμενον ἐκ τῶν ἐμπείρων ποιητέον, Plat. Legg. VI, 765 a. – 5) bei den Attikern öffentliche Anklage wegen eines Vergehens wider den Staat und die Verfassung nach einer vorläufigen Entscheidung des Volks, παραδιδόναι προβολήν, ποιεῖν πρ. κατά τινος, Dem. Mid. 8. 11, im Gesetz, welche Rede ein Beispiel solcher Klage ist; vgl. Böckh Staatsh. I p. 400; bei Xen. Hell. 1, 7, 39 beschließt das Volk über die Ankläger des Sokrates προβολὰς αὐτῶν εἶναι, daß man sie als Verläumder anklagen und verurtheilen lassen möge; vgl. Aesch. 2, 145 τῶν συκοφαντῶν ὡς κακούργων δημοσίᾳ προβολὰς ποιούμεθα.

Greek (Liddell-Scott)

προβολή: ἡ, (προβάλλω) τὸ προβάλλεσθαι, προτείνειν τι, μάλιστα ὅπλον πρὸς ἄμυναν, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθέντας, προτείναντας, προτεταμένα ἔχοντας, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 25· τὰ δόρατα ἀποτείνειν ἐς πρ. Ἀρρ. Ἀν. 1. 6· οὕτως, ἐν προβολῇ θέσθαι ξίφος, προτεῖναι αὐτὸ πρὸς ἄμυναν κατὰ τοῦ ἐπερχομένου, Ἀνθ. Π. 7. 433· ἐν προβολῇ ἵσταμαι ἔχων τὸ δόρυ προτεταμένον, Πλουτ. Καῖσ. 44, πρβλ. Πολύβ. 2. 65, 11· ὑπελθεῖν τὴν πρ., ὑπελθεῖν ὑπὸ τὴν ἐν προβολῇ στάσιν τινός, Διον. Ἁλ. 3. 19· αἱ πρ. τοῦ σώματος Ξεν. Κυν. 10. 22· ἡ προσβολὴ τῆς φάλαγγος, ἡ φάλαγξ μετὰ προτεταμένων δοράτων Πολύβ. 18. 13, 1· ὡσαύτως, ἡ τῶν θυρεῶν προσβολὴ ὁ αὐτ. 1. 22, 10· ― ἐπὶ πύκτου, τὸ προτείνειν τὴν πυγμήν, Θεόκρ. 22. 120· ― ἐπὶ τῶν ποδῶν, τὸ προβάλλειν ἐπὶ πολύ, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 4. 9, πρβλ. προβάλλω ΙΙ. 1. 2) βλάστησις, «φύτρωμα» βλαστοῦ Γεωπ. 5. 25, 1· φυτῶν Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ προέχον, τὸ προεξέχον, ἐξοχή, οἴδημα, ἡ πρ. τοῦ χείλεος Ἱππ. 785Α, κτλ.· τῆς κεφαλῆς, οἴδημά τι τῆς κεφαλῆς, ὁ αὐτ. περὶ κεφαλ. Τρωμάτ. 895· τοῦ ὄμματος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 36· τῆς γλώσσης Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Νοόσ. 1. 7· πρ. ἀπὸ τοῦ χείλεος, ἐπὶ τῆς προβοσκίδος τοῦ ἐλέφαντος, ὁ αὐτ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 41. 2) ὡς τὸ προβλής, πρόβλημα, προέχον κρημνῶδες μέρος γῆς, ἀκρωτήριονγλῶσσα γῆς ἐκτεινομένη εἰς τὴν θάλασσαν, Σοφ. Φιλ. 1455 (ὡς ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ τοῦ προβλής)· ἐπὶ προβολῇσι θαλάσσης Κόϊντ. Σμ. 9. 378, πρβλ. Δίον. Π. 1013, Πολύβ. 1. 53, 10· Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ πρ., δηλ. ἐκ τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, Ἀνθ. Π. 9, 350· ― ὡσαύτως, πλαγία διακλάδωσις ἢ προέκτασις ὄρους, Πλουτ. Κράσσ. 22. 3) ἡ λόγχη δόρατος, Πολύβ. 18. 12, 3, κτλ. 4) πλωτὴ γέφυρα, ὁ αὐτ. 3. 46, 4, ΙΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ἢ κρατούμενον ἐνώπιόν τινος πρὸς ἄμυναν (ὡς τὸ πρόβλημα ΙΙ, πρόβολος Ι. 2), προπύργιον, ἀμυντήριον, πρ. μεγάλη τῆς χώρας Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27· ἐπὶ τῶν ὀφρύων, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5. 26· ὅπως ᾖ πρ. τοῖς... σπλάγχνοις [τὸ νῶτον] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 13· πρ. σωτηρίας Δημάδ. 179. 42· ― ἀλλὰ μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, τὸ προφυλάσσον, φυλακτήριον..., δείματος πρ. καὶ βελέων Σοφ. Αἴ. 1212· θανάτου Εὐρ. Ὀρ. 1488· καυμάτων Πλάτ. Τίμ. 74Β· τοῦ ἡλίου, τῶν ἀνέμων, τοῦ ψύχους Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 7, 4, κτλ.· πρὸς τοὺς χειμῶνας αὐτόθι 3. 7, 2. 2) ἄμυνα, ὑπεράσπισις, προφύλαξις, προστασία, ἀσφάλεια, τὰ προβολῆς ἕνεκα εἰργασμένα Πλάτ. Πολιτικ. 288Β· πρ. ἔχειν, ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 5, κτλ. 3) τὸ προβαλλόμενον ὡς δικαιολογία, πρόφασις, πρόσχημα, Τερτυλλ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 342. IV. τὸ προτείνειν τὸ ὄνομά τινος πρὸς ἐκλογήν, Πλάτ. Νόμ. 765Α· πρβλ. προβάλλω Β. Ι. 4. V. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, τύπος τις δημοσίας ἀγωγῆς, καθ’ ἣν ὁ ἐνάγων ἐζήτει πρῶτον παρὰ τῆς ἐκκλησίας τὴν ψῆφον τῶν πολιτῶν ὑπὲρ τῆς δίκης του πρὶν ἢ εἰσαγάγῃ αὐτὴν εἰς τὸ δικαστήριον· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. προβολαί, ἐπὶ τῆς δικαστικῆς ἐνεργείας καθόλου· ταύτης ἐγίνετο χρῆσις μόνον ὅταν τὸ ἔγκλημα ἦτο κατά τινα ὄψιν δημόσιον κακούργημα ἢ βλάβη, οἷον ὅταν ὁ Δημοσθένης προσεβλήθη ὑπὸ τοῦ Μειδίου ἐν ᾧ ἦτο χορηγὸς κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Διονυσίων, Δημ. 518. 8., 577. 3· ἐν τῷ πληθ. 517. 5., 518. 5· ὁπόταν ἄρχοντες κλπ., κατηγοροῦντο ὡς σφετερισθέντες χρήματα ἢ δωροδοκήσαντες, Λεξ. Ρητορ. ἐν Porson’s εἰς Φώτ. ἐν λ.· κατὰ τῶν συκοφαντῶν Αἰσχίν. 47. 26., Ἰσοκρ. 344Β, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 35, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 46. Ψῆφος δὲ τῆς ἐκκλησίας κατὰ τοῦ κατηγορουμένου ἐλέγετο καταχειροτονία (ὃ ἴδε), Αἰσχίν. 61. 7· τοῦτο ὅμως ἴσχυεν ἁπλῶς ὡς προδίκασις praejudicium, κατὰ τὴν μετὰ ταῦτα δίκην, ἔπρεπεν ὅμως νὰ γίνηται κανονικῶς, εἰ δέ τις καταχειροτονηθείη, οὗτος εἰσήγετο εἰς δικαστήριον Σουΐδ. ἐν λέξ. καταχειροτονίαν· ἴδε Att. Process σ. 271 κἑξ., Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. καὶ πρβλ. προβάλλω Β. ΙV.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action de lancer ou de se lancer ; d’où
1 jet, émission : προβολὴ πόντου SOPH choc des flots de la mer (contre les rochers);
2 fig. citation en justice, accusation;
II. avance, proéminence : ὄρους PLUT protubérance d’une montagne ; tout ce qui fait saillie ou se projette (rocher, écueil);
III. ce qu’on dirige en avant pour attaquer ou se défendre :
1 lance qu’on tient en arrêt, épée qu’on tient en garde;
2 trompe d’éléphant;
3 posture de garde : ἑστάναι ἐν προβολῇ PLUT se tenir en garde ; τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθέντας XÉN tenant les lances baissées en avant en arrêt;
IV. rempart, défense, abri : χώρας XÉN rempart ou ligne de défense d’un pays.
Étymologie: προβάλλω.