προλείπω

From LSJ
Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλείπω Medium diacritics: προλείπω Low diacritics: προλείπω Capitals: ΠΡΟΛΕΙΠΩ
Transliteration A: proleípō Transliteration B: proleipō Transliteration C: proleipo Beta Code: prolei/pw

English (LSJ)

   A forsake, abandon, νεκρόν Il.17.275; κτήματα. . ἄνδρας τε Od.3.314; σε . . οὐ δύναμαι π. δύστηνον ἐόντα 13.331; φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν 23.120; φιλίην Thgn.1102, cf. 351; οὐκ ἔτλη Επάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν Simon. ap. Hdt.7.228; πατέρα . . ἐν λυγρῷ γήρᾳ S.Aj.507; χώραν π. abandon one's post, Th.2.87; τὸ τῶν ξυμμάχων κοινόν Id.1.74; simply, leave, Ἀρκτοῦρος π. ῥόον Ὠκεανοῖο Hes.Op.566; ἄντρον, θᾶκον, ἕδρας σκοτίους, etc., Pi.P.9.30, A.Pr.282 (anap.), E.Alc.124 (lyr.), etc.; ψυχὴ π. τινά Ar.Av.1558 (lyr.).    2 omit to do a thing, c. inf., π. τόδε μὴ οὐ ποιεῖν S.El. 132 (lyr.); π. τὴν μίσθωσιν fall into arrears of rent, BGU197.15 (i A.D.).    3 rarely of things, desert, fail one, σε μῆτις προλέλοιπε Od. 2.279, cf. Ar.Th.927; ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ Pl.R.601b: c. gen., ἐφημερίων π. Epigr.Gr.321.4.    II intr., cease, fail, φονος . . οὐ προλείπει . . Ἀτρείδαις E.Or.817 (lyr.); εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη Th.7.75; of persons, faint, fall into a swoon, E.Hec.438.

German (Pape)

[Seite 732] voraus, heraus od. weggehen und hinter sich lassen, im Stiche lassen, von Menschen, Orten u. Sachen; Hom., Hes.; μῆτίς σε προλέλοιπε, die Klugheit verließ dich, Od. 2, 279; ἄντρον προλιπών, Pind. P. 9, 30; Aesch. Prom. 280 Pers. 18; Soph. πατέρα τὸν σὸν ἐν λυγρῷ γήρᾳ προλείπων. Ai. 502; – auch = ablassen, οὐδ' ἐθέλω προλιπεῖν τόδε μὴ οὐ τὸν ἐμὸν στοναχεῖν, El. 130; Eur. φυλακὰς προλιπών, Rhes. 18, u. öfter; u. in Prosa: ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ, Plat. Rep. X, 601 b; ἐξαίφνης σε προὔλιπεν αὕτη ἡ δύναμις, Theag. 130 c; χώραν, Thuc. 2, 87; auch intrans., εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη καὶ τὸ σῶμα, 7, 75, wenn ihm die Kraft ausging; vgl. Eur. Or. 817.

Greek (Liddell-Scott)

προλείπω: μέλλ.: -ψω, προχωρῶ καὶ ἀφίνω, ἀφίνω ὀπίσω, ἐγκαταλείπω, νεκρὸν Ἰλ. Ρ. 275· κτήματα... ἄνδρας τε Ὀδ. Γ. 314· τῷ σε οὐ δύναμαι πρ. δύστηνον ἐόντα Ν. 331· φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν Ψ. 120· μῆτίς σε προλέλοιπε, ἡ φρόνησις σὲ ἔχει ἐγκαταλίπει, Β. 279· φιλίην πρ. Θέογν. 1102· οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν Σιμωνίδης παρ’ Ἡροδ. 7. 227· πατέρα... ἐν λυγρῷ γήρᾳ Σοφ. Αἴ. 507· χώραν προλείπω, ἐγκαταλείπω τὴν θέσιν μου, Θουκ. 2. 87· τὸ τῶν ξυμμάχων κοινὸν ὁ αὐτ. 1. 74· ― ἁπλῶς καταλείπω, ἀφίνω, Ἀρκτοῦρος πρ. ῥόον Ὠκεανοῖο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 564· ἄντρον, ἕδραν, θῶκον, κτλ., Πινδ. Π. 9. 50, Τραγ.· ψυχὴ πρ. τινὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1558. 2) παραλείπω νὰ πράξω τι, Θέογν. 351, οὕτω, πρ. μὴ οὐ ποιεῖν Σοφ. Ἠλ. 132. 3) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, ἐκλείπω, ἀφίνω τι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 917· ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνθος προλίπῃ Πλάτ. Πολ. 601Β· μετὰ γεν., ἐφημερίων πρ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 321. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., λείπω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀτρείδαις οὐ προλείπει φόνος Εὐρ. Ὀρ. 817· εἴ τῳ προλείποι ἡ ῥώμη Θουκ. 7. 75· ἐπὶ προσώπων, λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Εὐρ. Ἑκ. 438.

French (Bailly abrégé)

f. προλείψω, ao.2 προέλιπον, pf. προλέλοιπα;
1 tr. laisser derrière soi ; laisser, abandonner, acc. ; avec un suj. de chose : οὐδέ σε μῆτις προλέλοιπεν OD la prudence ne t’a pas abandonné ; avec μὴ οὐ et l’inf. négliger de, etc.
2 intr. faire défaut à, venir à manquer à, τινι.
Étymologie: πρό, λείπω.

English (Autenrieth)

aor. part. προλιπών, inf. προλιπεῖν, perf. προλέλοιπεν: leave behind, met., forsake, Od. 2.279.

English (Slater)

προλείπω
   1 come out from c. acc. “σεμνὸν ἄντρον, Φιλλυρίδα, προλιπὼν” (P. 9.30) ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18.