ὑπεροχή

From LSJ
Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροχή Medium diacritics: ὑπεροχή Low diacritics: υπεροχή Capitals: ΥΠΕΡΟΧΗ
Transliteration A: hyperochḗ Transliteration B: hyperochē Transliteration C: yperochi Beta Code: u(peroxh/

English (LSJ)

ἡ, (

   A ὑπερέχω 11) projection, prominence, οὐ κνῖσα κρούει πινὸς ὑπεροχὰς ἄκρας; Ephipp.3, cf. Gp.9.10.4; αἱ ὑ. τῶν βουνῶν, τῶν ὀρῶν, their prominent points, Plb.10.10.10, Plu. 2.936a; top of an upright beam, Ath.Mech.17.4; ὑ. λιθοειδεῖς, of the mastoid processes of the skull, Ruf.Onom.139; τὰς ὑ. αὐτῶν (sc. τῶν μαστῶν) Sor.1.55: abs., an eminence, Plb.3.104.3.    2 rising of a star, ἀνατολὴν εἶναι . . ὑ. ἄστρου ὑπὲρ γῆς Chrysipp.Stoic.2.200; raising, τῆς ἑαυτῶν κεφαλῆς Plot.5.8.3.    II metaph., pre-eminence, superiority, ὑπεροχῆς ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης, ἡ δὲ νίκη ὑ. τις Arist.Rh.1389a13; ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ὑ. Id.Pol.1297b18; τὴν ὑ. ἀπονέμειν τοῖς ἀρίστοις ib. 1293b41; τὴν ὑ. τῆς πολιτείας λαμβάνειν superiority in the government, ib.1296a31; διὰ τὴν ὑ. τοῦ πλήθους because of superiority in multitude, ib.1293a4; ἡ ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι ὑ. IG22.3800: pl., πρὸς τὰς ὑ. οὕτω διακεῖσθαι Isoc.12.16; διαφέρεσθαι ἐν τῷ ποσῷ καὶ ταις ὑ. Arist.Pol.1323a35.    2 like ὑπερβολή, excess, opp. ἔλλειψις (defect), in many senses, as in Arithm., one of the ἀριθμοῦ ᾗ ἀριθμὸς πάθη, Id.Metaph.1004b12, cf. Archim.Spir.11, Aequil.1.2, Dioph.1.6, al.; ἐν ἴσῃ ὑ., of an arithmetical progression, Papp.76.21, al., cf. Archyt.2, Porph. in Harm.p.266 W.; excess, of a sum of money, SIG976.66 (Samos, ii B.C.); in Physics, Arist.Ph.187a16, 189b10, HA486b8, al.; διαφέρειν καθ' ὑπεροχήν Id.PA644a17, al.; τάχος τὸ ὑ. [ἔχον] κινήσεως Id.Metaph.1052b30; ἡ κατὰ τὴν ἀρετὴν ὑ. Id.EN1098a11, cf. Rh.1368a25; τῶν ἠθῶν (sc. τοῦ Επικούρου) IG22.1099.27 (Epist. Plotinae), cf. 42(1).86.18 (Epid., prob.); φιλίας εἶδος τὸ καθ' ὑ., where one exceeds the other in rank, etc., Arist.EN1158b12, cf. 1161a20: pl., κατὰ πλούτων ὑπεροχάς Pl.Lg.711d; οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Arist. Pol.1295b14.    3 alone, supremacy, authority, dignity, Plb.1.64.1; τὴν Σελεύκου τοῦ βασιλέως ὑ. Antiph.187.4; δαιμόνων ὑ. OGI383.75 (Nemrud Dagh, i B.C.); οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι D.S.4.41; οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες PTeb.734.24 (ii B.C.), 1 Ep.Ti.2.2; ἀνὴρ ἐν ὑ. κείμενος LXX 2 Ma.3.11.    4 of language, periphrasis. prolixity, opp. ἔλλειψις, Pl.Plt.283c.    5 as a title, Excellency, Just.Nov.25.5; ἡ ὑμετέρα Ὑ. POxy.130.20 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1200] ἡ, das darüber Hervorragen, die Vorragung, βουνῶν Pol. 10, 10, 10, u. öfter, der Auswuchs. – Uebtr., der Vorzug, Vortrefflichkeit, Hippocr.; Macht, Pol. 1, 64, 1 u. öfter; – auch das Uebermaaß, πλούτων Plat. Legg. IV, 711 d; Ggstz ἔλλειψις, Polit. 283 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροχή: ἡ, (ὑπερέχω ΙΙ) προεξοχή, ἄκρον, οὐ κνῖσα κρούει ῥινὸς ὑπεροχὰς ἄκρας...; Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 3· αἱ ὑπ. τῶν βουνῶν, τῶν ὀρῶν, τὰ ἐξέχοντα αὐτῶν μέρη, αἱ κορυφαί, Πολύβ. 10. 10, 10, Πλούτ. 2. 936Α· ἀπολ., ὕψωμα, Πολύβ. 3. 104, 3. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ὑπερέχειν, τὸ ἀνώτερον εἶναι, ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 6· ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 13, 10 τὴν ὑπ. ἀπονέμειν τοῖς ἀρίστοις αὐτόθι 4. 8, 4· τὴν ὑπ. τῆς πολιτείας λαμβάνειν, ἀνωτέραν θέσιν ἐν τῇ κυβερνήσει, αὐτόθι 4. 11, 17· διὰ τὴν ὑπ. τοῦ πλήθους αὐτόθι 4. 6, 5· - ἐν τῷ πληθ., πρὸς τὰς ὑπ. οὕτω διακεῖσθαι Ἰσοκρ. 238Β· διαφέρεσθαι ἐν τῷ ποσῷ καὶ ἐν ταῖς ὑπεροχαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 5. 2) ὡς τὸ ὑπερβολή, ἀντίθετον τῷ ἔλλειψις, ἐν πολλαῖς σημασίαις, οἷον ἐν τῇ Ἀριθμητικῇ, = πάθος ἀριθμοῦ ᾗ ἀριθμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 18· ἐν τῇ Φυσικῇ, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 4, 1., 6, 6, πρβλ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 1, 6, κ. ἀλλ.· διαφέρειν καθ’ ὑπεροχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2, κ. ἀλλ.· τὸ τάχος ὑπ. κινήσεως ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 11· ἡ κατ’ ἀρετὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14, πρβλ. Ρητ. 1. 9, 25· φιλία ἐν ὑπεροχῇ, ὅπου ὁ εἷς εἶναι ἀνώτερος τοῦ ἄλλου κατὰ τὴν κοινωνικὴν θέσιν, κτλ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 7, 1, πρβλ. 11, 1., 13, 1· - ἐν τῷ πληθ., κατὰ πλούτων ὑπεροχὰς Πλάτ. Νόμ. 711D· οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 6. 3) καθ’ ἑαυτὴν ἡ λέξις, ἀνωτέρα θέσις, ἀξίωμα, αὐτόθι 1. 64, 1· τὴν Σελεύκου τοῦ βασιλέως ὑπεροχὴν Ἀντιφάνης ἐν «Παρεκδιδομένῃ» 1· οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι Διόδωρ. 4. 41. 4) ἐπὶ γλώσσης, περίφρασις, μακρολογία, ἀντίθετ. τῷ ἔλλειψις, Πλάτ. Πολιτικ. 283C. 5) Παρὰ τοῖς Βυζαντίνοις, ἐπώνυμον ἀξιώματος ὡς τὰ νῦν τὸ «ἐξοχότης».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. partie saillante, saillie, proéminence, avec un gén.;
II. p. anal. ou fig.
1 supériorité, excellence ; suprématie, autorité;
2 t. de math. excédent.
Étymologie: ὑπερέχω.

English (Strong)

from ὑπερέχω; prominence, i.e. (figuratively) superiority (in rank or character): authority, excellency.

English (Thayer)

ὑπεροχῆς, ἡ (from ὑπέροχος, and this from ὑπερέχω, which see), properly, elevation, pre-eminence, superiority (properly, in Polybius, Plutarch, others); metaphorically, excellence (Plato, Aristotle, Polybius, Josephus, Plutarch, others): τῶν ἐν ὑπεροχή, namely, ὄντες (R. V. those that are in high place), of magistrates, ἐν ὑπεροχή κεῖσθαι, to have great honor and authority, καθ' ὑπεροχήν λόγου ἡ σοφίας (A. V. with excellency of speech or of wisdom i. e.) with distinguished eloquence or Wisdom of Solomon , 1 Corinthians 2:1.