λύγος

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγος Medium diacritics: λύγος Low diacritics: λύγος Capitals: ΛΥΓΟΣ
Transliteration A: lýgos Transliteration B: lygos Transliteration C: lygos Beta Code: lu/gos

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, also ὁ, Longus 3.27 codd.:—

   A = ἄγνος, agnus castus, Vitex Agnus-castus, withy: in pl., its twigs or withes, τοὺς [the rams] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Od.9.427, cf. 10.166, E.Cyc.225, etc.; in δίδη μόσχοισι λύγοισι Il.11.105, λύγοισι is the specific word added to the generic μόσχοισι (cf. σῦς κάπρος, ἴρηξ κίρκος, etc.): in late Prose, Arr.Fr.153 J.; used for wreaths, στεφανοῦται λύγῳ Anacr.41; cf. λύγινος.    II λυγῶς (sic cod., fort. λυγός) screw-press used by carpenters, Hsch. (but perh. λυγῶ<δε>ς).

German (Pape)

[Seite 67] ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig, neben κλάδος u. φιτρός genannt, Arist. plant. 1, 4; τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισιν Od. 9, 427, wo der Schol. erkl. ἱμαντῶδες φυτόν, wie ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε 10, 166; aber Il. 11, 105, δίδη μόσχοισι λύγοισι, scheint es adj., biegsam, zu sein; und sonst bei Sp., vgl. Agath. 85 (VII, 204), οὐκέτιπέρδιξ, πλεκτὸς λεπ ταλέαις οἶκος ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. – Schol. Plat. Rep. III, 143 erkl. μάστιγες; vgl. Suid. – Zu Kränzen gebraucht, λύγος, ἀρχαῖον Καρῶν στέφος, Nicaenet. bei Ath. XV, 673 b, wo auch aus Anacr. angeführt ist στεφανοῦταί τε λύγῳ. – Nach Schol. Od. a. a. O. war ὁ λύγος bei den Attikern = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. – Λυγός aber ist nach Hesych. στρεβλωτήριον ὄργανον, eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen. – Und τὸ λύγος nach E. M. = σκότος. Vgl. λύγη.

Greek (Liddell-Scott)

λύγος: [ῠ], ἡ, καὶ ὁ, Λόγγος 3. 27, = τῷ μεταγεν. ἄγνος, vitex agnus ἢ agnus castus, δένδρονθάμνος πρὸς ἰτέαν ὅμοιος, «λυγαρ~ιά»· ἐν τῷ πληθ., οἱ κλῶνες αὐτῆς, Λατ. vimina, τοὺς [τράγους] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Ὀδ. Ι. 427, πρβλ. Κ. 166, Εὐρ. Κύκλ. 225, κτλ.· ἐν τῷ: δίδη μόσχοισι λύγοισι Ἰλ. Λ. 105, τὸ λύγοισι δηλοῖ τὸ εἶδος, τὸ δὲ μόσχοισι τὸ γένος (ὡς ἐν τοῖς: σῦς κάπρος, ἴρηξ κίρκος, κτλ.)· λ. καὶ κλάδοι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 3, κτλ.· - ἦτο προσέτι ἐν χρήσει καὶ ἐν τῇ κατασκευῇ στεφάνων, στεφανοῦται λύγῳ Ἀνακρ. 41, πρβλ. Ἀθήν. 671F· καὶ ἴδε ἐν λέξ. λύγινος. ΙΙ. = στρέβλη, «καλιάγρα», πιεστήριον, ἐν χρήσει παρὰ λεπτουργοῖς, Ἡσύχ. (Ἐντεῦθεν παράγονται τα λυγίζω, λυγόω· πρβλ. Σανσκρ. ling, ling-âmi (flecto)· Λατ. lig-are, lic-tor, ἴσως καὶ luc-ta).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 osier ou gatilier (vitex agnus castus), plante;
2 adj. souple comme l’osier, flexible.
Étymologie: DELG cf. lit. lugnas « flexible, souple », all. Locke « boucle ».

English (Autenrieth)

willow-twig, osier, withe.

Greek Monolingual

(I)
ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ)
1. η λυγαριά
2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον χρυσέαν ἔχων αὐτὸς ὁ βασιλεύς», Ιώσ.)
2. στρέβλη, πιεστήριο που χρησιμοποιούσαν οι λεπτουργοί, καλιάγρα
3. φρ. «στεφανοῡμαι λύγῳ» — στεφανώνομαι με στεφάνι από κλαδιά λυγαριάς
4. (κατά το λεξ. Σούδα) «λύγους
τὰς μάστιγας αἷς οἱ άθληταὶ τύπτονται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα lug- της ΙΕ ρίζας leug- «κάμπτω, λυγίζω» (πρβλ. λευγαλέος) και συνδέεται με λιθουαν. lugnas «ευλύγιστος, εύκαμπτος», αρχ. νορβ. lykna «λυγίζω τα γόνατα», γερμ. Locke «μπούκλα» κ.ά. Ο τ. συνδέεται πιθ. και με τα λατ. luxus «εξαρθρωμένος, εύκαμπτος» και luctor «παλεύω, αγωνίζομαι» (lucta < luctor), που η σημασία τους πλησιάζει προς ορισμένες χρήσεις του ρ. λυγίζομαι, παρ' όλες τις μορφολογικές δυσχέρειες (ύπαρξη οδοντικού στοιχείου στο luctor) οι οποίες εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεσή τους με λύγος, λυγίζω.
ΠΑΡ. λυγίζω, λύγινος
αρχ.
λύγιον, λυγώ (II), λυγών
αρχ.-μσν.
λυγώδης
μσν.- νεοελλ.
λυγιά
νεοελλ.
λυγαριά.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) αρχ. λυγόδεσμος, λυγοειδής, λυγοπλόκος, λυγοτευχής. (Β' συνθετικό) αρχ. άλυγος].———————— (II)
λύγος, τὸ (Α)
σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λύγη, κατά τα ουδέτερα σε -ος].