Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πηλίκος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλίκος Medium diacritics: πηλίκος Low diacritics: πηλίκος Capitals: ΠΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: pēlíkos Transliteration B: pēlikos Transliteration C: pilikos Beta Code: phli/kos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, interrog. correl. to τηλίκος, ἡλίκος,

   A how great or large? πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή; Pl.Men.82d, cf. 83e; πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Eub.82 ; after τηλικοῦτος, D.19.284; πόσα καὶ πηλίκα of what number and magnitude, Plb.1.2.8 : with Art., ὁ πηλίκος; quantulus? Babr.69.4; τὸ π. magnitude, opp. τὸ ποσόν (quantity), Nicom. Ar.1.2 ; ὁ χρόνος . . ἐστὶ μῖγμα πηλίκου καὶ ποσοῦ Dam.Pr.371. Adv. -κως Hdn.Gr.2.925.    II of what age, π. ἦσθ' ὅθ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο; Xenoph.22.5.    2 indef., of a certain age, Arist.EN1134b11 : Comp. -ώτερος, f.l. for ἀπηλικέστερος, Aret.SA2.11.

German (Pape)

[Seite 610] wie groß? wie stark? übh. quantus (Nicom. arithm. 1, 2 unterscheidet es von πόσος u. bezeichnet damit die geometrische Größe, μέγεθος, wie mit πόσος die arithmetische, πλῆθος); πηλίκη τις ἔσται γραμμή, Plat. Men. 82 d; χωρίον, 85 a; πόσα καὶ πηλίκα, Pol. 1, 2, 8; Sp.; τὸ πηλίκον οὔνομα, Diod. 11 (VII, 235). Auch vom Alter, Arist.

Greek (Liddell-Scott)

πηλίκος: [ῐ], -η, -ον, ἐρωτημ. συσχετ. τοῦ τηλίκος, ἡλίκος, πόσον μέγας; Λατ. quantus? πηλίκη τίς ἐστιν ἡ γραμμή; Πλάτ. Μένων 83D, πρβλ. 83Ε· πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· μετὰ τὸ τηλικοῦτος, Δημ. 432. 22· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ πηλίκος; quantulus? Βάβρ. 69. 4. ΙΙ. ποίας ἡλικίας; π. ἦσθ’, ὅθ’ ὁ Μῆδος ἀφίκετο; Ξενοφάν. παρ’ Ἀθην. 54F· ἡλικίας τινός, καὶ τὸ τέκνον ἕως ἂν ᾗ πηλίκον καὶ χωρισθῇ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -κως, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 19. ― Κυρίως τὸ πηλίκος ἀναφέρεται εἰς τὸ μέγεθος, τὸ δὲ πόσος εἰς τὸ ποσόν, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 2· πόσα καὶ πηλίκα Πολύβ. 1. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 adj. interr. combien grand ? de quelle grandeur ?;
2 adj. indéf. d’un certain âge.
Étymologie: *πός, ἡλίκος.

English (Strong)

a quantitative form (the feminine) of the base of πού; how much (as an indefinite), i.e. in size or (figuratively) dignity: how great (large).

English (Thayer)

πηλικη, πηλίκον (from ἧλιξ (?)), interrogative, how great, how large: in a material reference (denoting geometrical magnitude as disting. from arithmetical, πόσος) (Plato, Men., p. 82d.; p. 83e.; Ptolemy, 1,3, 3; Winer, Rückert, Hilgenfeld (Hackett in B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Epistle; but see Lightfoot or Meyer). in an ethical reference, equivalent to how distinguished, Hebrews 7:4.

Greek Monolingual

-η, -ον, ΜΑ
(ερωτημ. αντων. συσχετική τών τηλίκος, ηλίκος)
1. πόσο μεγάλος, πόσο εκτεταμένος (α. «θεωρεῑτε δὲ πηλίκος οὗτος», ΚΔ
β. «πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηλίκον
βλ. πηλίκον
αρχ.
ποιας ηλικίας, πόσων ετών.
επίρρ...
πηλίκως
πόσο πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίκος και πο-].