ἐπῳδή
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
Ion. and poet. ἐπᾰοιδή, ἡ,
A song sung to or over: hence, enchantment, spell, ἐπαοιδῇ δ' αἷμα..ἔσχεθον Od.19.457, cf. Pi.P.4.217 ; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι S.Aj. 582 ; of the Magi, Hdt.1.132 ; μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν A.Pr. 174, cf. S.OC1194 ; ἐπῳδὰς ἐπᾴδειν X.Mem.2.6.10 sq.; ἐπῳδαῖς ἁλίσκεσθαι Anaxandr.33.13; οὔτε φάρμακα..οὐδ' αὖ ἐπῳδαί Pl.R. 426b ; θυσίαι καὶ ἐ. ib.364b ; τὰς θυσίας καὶ τελετὰς καὶ τὰς ἐ. Id.Smp.202e, etc.: c. gen. obj., charm for or against.., τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατήρ A.Eu.649. II apptly., = ἐπῳδός 11, Poet.Oxy.661.21 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπῳδή: Ἰων. καὶ ποιητ. ἐπαοιδή, ἡ, ᾆσμα ἀδόμενον ἐπί τινος, μαγικὸν ᾆσμα, μαγικοὶ λόγοι, μαγγανεία, ἐνχρήσει πρὸ πάντων πρὸς θεραπείαν τραυμάτων, ἐπαοιδῇ δ’ αἷμα... ἔσχεθεν Ὀδ. Τ. 457, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 384· οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι, δὲν εἶναι ἴδιον σοφοῦ ἰατροῦ νὰ θρηνολογῇ ἐπῳδὰς ἐπὶ ἕλκους ἀπαιτοῦντος ἐντομήν, Σοφ. Αἴ. 582· ἐπὶ τῶν Μάγων, Ἡρόδ. 1. 132· καὶ μ’ οὔτε μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 174· φίλων ἐπῳδαῖς Σοφ. Ο. Κ. 1194, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 10 κἑξ.· ποίαις ἐπῳδαῖς ἢ λόγοις ἁλίσκεσθαι Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 16· οὔτε φάρμακα..., οὐδ’ αὖ ἐπῳδαὶ Πλάτ. Πολ. 426Β· θυσίαι καὶ ἐπ. αὐτόθι 364Β· τὰς τελετὰς καὶ τὰς ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 202Ε, κτλ.: μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, μαγεία διά τι ἢ ἐναντίον τινός..., τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησε πατὴρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 649.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
chant ou parole magique, charme, particul. pour guérir une blessure ; p. ext. chant ou parole pour adoucir une souffrance, parole de consolation ; charme, amulette contre, gén..
Étymologie: ἐπί, ᾠδή.
Spanish
conjuro, fórmula para alejar un mal, cántico, himno, hechizo, encantamiento
Greek Monolingual
η (AM ἐπωδή
Α και ἐπαοιδή)
μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.)
αρχ.
1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.)
2. ευχάριστο τραγούδι
3. ἐπῳδὸς άσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωδή, συνηρημένος τ. του αοιδή (< αείδω «τραγουδώ» με αντίστοιχο συνηρημένο τ. άδω) που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα αοιδ- του θ. αειδ-. Ας σημειωθεί η σημασιολ. διαφορά μεταξύ τών ομόρριζων επωδή και ἐπῳδὸς. Επωδή σημαίνει «ξόρκι», ενώ η λ. επῳδός δηλώνει το «επαναλαμβανόμενο μέρος ενός τραγουδιού» (πρβλ. ρεφραίν)].