ἄρουρα

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρουρα Medium diacritics: ἄρουρα Low diacritics: άρουρα Capitals: ΑΡΟΥΡΑ
Transliteration A: ároura Transliteration B: aroura Transliteration C: aroura Beta Code: a)/roura

English (LSJ)

[ᾰρ] (ἀρωραῖος in Ar.Ach.762 is hyperdor., as shown by Aeol.

   A ἄρουρα Sapph.Supp.25.11, Cypr. a ro u ra i (dat. sg.) Inscr.Cypr.135.20H.), ἡ, (ἀρόω) tilled or arable land, Il.11.68, etc.; φυταλιῆς καὶ ἀρούρης 6.195; οὖθαρ ἀρούρης 9.141, al.; τέλσον ἀρούρης 18.544: in pl., corn-lands, fields, 14.122, 23.599: rare in Prose, Pl.Ti.22e, Arist.Pol.1284a30, Inscr.Cypr. l.c.    2 generally, earth, ground, ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄ. Il.3.115; σέο δ' ὀστέα πύσει ἄ. 4.174.    3 land, generally, = γῆ; πατρὶς ἄ. father-land, Od.1.407; ἄ. πατρία, πατρῴα, Pi.O.2.14, I.1.35.    4 the earth, ἐπὶ ζείδωρον ἄ. Il.8.486, Od.7.332; ἄχθος ἀρούρης Il.18.104. al.    5 metaph. of a woman as receiving seed and bearing fruit, Thgn.582, A.Th.754 (lyr.), S.OT1257, cf. Tr. 32; ἄ. θήλεια Pl.Lg.839a, cf. Ti.91d.    II measure of land in Egypt, 100 cubits square, Hdt.2.168, cf. 141, OGI90.30, POxy.45.12, Hecat. Abd. ap. J.Ap.1.22, PRyl.143.17 (i A.D.), etc.    III = σωρὸς σίτου σὺν ἀχύροις (Cypr.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 357] ἡ (ἀρόω), mehr poet., 1) Ackerland; τέμενος, καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης Iliad. 6, 195; vgl. 18, 541; im plur., ἄρουραι πυροφόροι 14, 122; vgl. 23, 599. 22, 489 Od. 6, 10; ἀρούρης καρπὸν ἔδειν Iliad. 6, 142; ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν u. ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης entgegengesetzt 20, 226; allgemeiner, οἶνον, καρπὸν ἀρούρης 3, 246, Κυκλώπεσσι φέρει ζείδωρος ἄρουρα οἶνον Od. 9, 357; ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, auf einem Gränzraine, Iliad. 12, 422; πατρὶς ἄρουρα, das Vaterland, Od. 1, 407; τοῦ μέν κεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν ἄσβεστον κλέος εἴη, die ganze Erde, 7, 332; ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης Iliad. 18, 104; αὔτως ἄχθος ἀρούρης Od. 20, 379; personificirt, τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα, den Erechtheus, Iliad. 2, 548; οὓς μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα καὶ πολὺ καλλίστους μετὰ Ὠρίωνα, den Otos u. Ephialtes, Od. 11, 309. Uebertr., der Mutterschooß, Aesch. Spt. 736; Soph. O. R. 1257; Plat. Legg. VIII, 839 a. – 2) als bestimmtes Feld- u. Flächenmaaß, eine Hufe: die ägyptische, Her. 2, 168, enthält 22500 ägypt. Quadratfuß; die griech. 2500 griech. Quadratfuß, u. ist der vierte Theil des Plethrums, 16, 7 preuß. Quadratruthen.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. terre labourée ou labourage, champ ; fig. le champ conjugal ; sein maternel;
II. p. ext. 1 terre, pays ; πατρὶς ἄρουρα OD patrie;
2 la terre en gén.
3 mesure agraire = ¼ du πλέθρον (22500 pieds carrés).
Étymologie: ἀρόω.

English (Autenrieth)

(ἀρόω): cultivated land (pl., fields), ground, the earth; τέμει δέ τε τέλσον ἀρούρης (sc. ἄροτρον), Il. 13.707 ; ὅτε φρίσσουσιν ἄρουραι, Il. 23.599; πλησίον ἀλλήλων, ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα, Il. 3.115; ζείδωρος ἄρουρα, δ 22, Od. 19.593 (personified, Il. 2.548).

English (Slater)

ᾰρουρα (-α, -ας, -αν; -αι, -αις, -αισι(ν))
   a soil, earth pl. fields “ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” (= βώλακα v. 37) (P. 4.34) τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν (N. 6.9) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (N. 11.39) εἰ καί τι Διωνύσου ἄρο[υρ]α φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος (Pae. 4.25)
   b generally, lands, estates εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει i. e. the land of Akragas (O. 2.14) ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις (O. 12.19) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (Hermann: -αισι codd.) (P. 4.255) ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα (ἐν τοῖς Πυθίοις. Σ.) (P. 11.15) Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina (N. 5.8) γαρύσομαι τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν (I. 1.35) ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρού[ραις] ἵππους Μυρμιδόνων in Phthia (Pae. 6.106)
   c met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.2)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Prosodia: [ᾰρ-]
I 1gener. (la) tierra ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄ. Il.3.115, σέο δ' ὀστέα πύσει ἄ. Il.4.174, cf. Hes.Op.463, A.Pers.595
(la) tierra como productora de frutos ζείδωρος ἄ. Il.8.486, Od.7.332, Hes.Op.117, Musae.B 5, Ἄργος ... οὖθαρ ἀρούρης Il.9.141
de un individuo sin valor ἄχθος ἀρούρης Il.18.104, Od.20.379.
2 tierra arable, campo de labor κατ' ἄρουραν πυρῶν Il.11.68, τέμενος ... φυταλιῆς καὶ ἀρούρης Il.6.195, τέλσον ἀρούρης Il.18.544, cf. IChs 217.20 (Idalion V a.C.), Arist.Mete.341b26, Call.Dian.130, I.AI 6.14
en plu. tierras, campos ἐδάσσατ' ἀρούρας Od.6.10, ἵνα τοι πλήθωσιν ἄρουραι Hes.Op.461, ἄρουραι πυρόφοροι Simon.86, ἄρουραι ἄκαρποι E.HF 369, cf. Il.14.122, 23.599, Emp.B 111.4, Hdt.1.193, Pi.N.11.39, Pl.Ti.22e, Arist.Pol.1284a30, Plu.2.670c, D.P.Au.3.6, Philostr.Im.2.34
fig. ref. a la mujer ὃς τὴν ἀλλοτρίην βούλετ' ἄρουραν ἀροῦν (odio al lujurioso) que quiere arar el campo ajeno Thgn.582, ματρὸς ἁγνὰν σπείρας ἄρουραν A.Th.754, cf. S.OT 1257, Tr.32, E.Or.553, Pl.Lg.839a, Ti.91d
como epít. de María, Chrys.M.61.737
ref. al amor Ἀφροδίτας ἄρουραν ... ἀναπολίζομεν Pi.P.6.2.
3 tierra en sent. geográfico como lugar de origen, heredad, etc. πατρίς ἄ. Od.1.407, Galeom.5, ἄ. πατρία Pi.O.2.14, cf. I.1.35, Ar.Ra.1533, E.Rh.75.
4 suelo ἀνδρομέου ποδὸς ὕψος ὑπερτέλλουσαν ἀρούρης Paul.Sil.Ambo 129.
II en Egipto arura medida de superficie equivalente a 2.623 m2 ἡ δέ ἄρουρα ἑκατὸν πήχεών ἐστι Αἰγυπτίων Hdt.2.168, Hecat.Abd.21.195, OGI 90.30 (Roseta II a.C.), I.Ap.1.86, frec. en pap., PLugd.Bat.20.6.7, 20.60.4, 9 (III a.C.), POxy.45.12 (I d.C.), PRyl.143.17 (I d.C.).
III Ἄρουρα mit. La Madre Tierra Nonn.D.1.154.
IV agr. parva de trigo (Chipr.), Hsch. • DMic.: a-ro-u-ra.

• Etimología: Tema fem. en - < *-H2- de la raíz *H2er-H2- ‘arar’, cf. aruum, etc.

Greek Monolingual

η (AM ἄρουρα)
1. η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη περιοχή
2. τα χωράφια, οι αγροί
3. η γη, το έδαφος
4. το χώμα
5. μέτρο εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο
6. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που δέχεται σπέρμα και τεκνοποιεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρουρ-ya < (αθέμ. ουδ. ουσ.) αrowŗ (< αρό-ω) + (επίθημα) . Για τον σχηματισμό arowŗ με επίθημα r / n πρβλ. ιρλ. arbor «δημητριακό» (< arwŗ), γεν. arbann (< αrwenos). Ο συσχετισμός με σανσκρ. urvάrᾱ- «θερισμός», αβεστ. urvαrᾱ, λατ. arvum «αγρός» δεν είναι ικανοποιητικός. Η λ. άρουρα ως «καλλιεργήσιμη γη» απαντά στον Όμηρο, στις μυκηναϊκές πινακίδες της Πύλου (α-ro-u-ra) καθώς και στην Κυπριακή με σημασία σαφέστερη από αυτήν της λ. αγρός και εντελώς διάφορη από τη σημασία της λ. αλκή, φυταλία, κήπος που χρησιμοποιούνται για αμπέλια ή χωράφια. Στον Θέογνι και στους τραγικούς ποιητές αποκτά μεταφορική έννοια και χαρακτηρίζει τη γυναίκα που μπορεί να τεκνοποιήσει, ενώ στον Ηρόδοτο χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγροτικό μέτρο της Αιγύπτου.
ΠΑΡ. αρουραίος].