πρεσβεία

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβεία Medium diacritics: πρεσβεία Low diacritics: πρεσβεία Capitals: ΠΡΕΣΒΕΙΑ
Transliteration A: presbeía Transliteration B: presbeia Transliteration C: presveia Beta Code: presbei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A age, seniority, right of the elder, κατὰ πρεσβείαν A.Pers.4 (anap.), Arist.Pol.1259b12: hence,    2 rank, dignity, πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχειν Pl.R. 509b.    II embassy, Ar.Lys.570, Pl.R.422d, al.    2 body of ambassadors, Ar.Ach.647, Eq.795, Th.1.72, 4.118, X.Cyr.2.4.1, Aeschin. 1.23 (pl.), etc.; καλέσαι ἐπὶ ξένια τὴν π. IG12.19.14, al.; καλέσαι τὴν π. ἐπὶ δεῖπνον ib.22.1.54.    III intercession, Phalar.Ep.33.

German (Pape)

[Seite 698] ἡ, 1) das Alter u. die auf dem höhern Alter beruhende Würde; κατὰ πρεσβείαν, nach dem Vorrechte der Erstgeburt, Aesch. Pers. 4; vgl. Plat. ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐσίας πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχοντος, Rep. XI, 509 b. – 2) Gesandtschaft, gew. die Gesandten selbst; Thuc. 4, 118; αἱ ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου πρεσβεῖαι, 5, 27 u. öfter; Plat. κήρυξιν ἢ πρεσβείαις ἢ καί τισι θεωροῖς, Legg. XII, 950 d; πρεσβείαν πέμψαντες εἰς τὴν πόλιν, Rep. V, 422 d; Xen., Dem. u. Folgde. Auch allgemeiner, Botschaft.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. (πρεσβεύω, être âgé);
1 ancienneté, droit d’ancienneté ou d’aînesse;
2 dignité, rang élevé;
II. (πρεσβεύω, être ambassadeur);
1 députation, ambassade;
2 les députés ou ambassadeurs, la légation.
Étymologie: πρεσβεύω.

Spanish

intercesión

English (Strong)

from πρεσβεύω; seniority (eldership), i.e. (by implication) an embassy (concretely, ambassadors): ambassage, message.

English (Thayer)

πρεσβειας, ἡ (πρεσβεύω);
1. age, dignity, right of the first born: Aeschylus Pers. 4; Plato, de rep. 6, p. 509b.; Pausanias, 3,1, 4; 3,3, 8.
2. the business usually to be entrusted to elders, specifically, the office of an ambassador, an embassy (Aristophanes, Xenophon, Plato); abstract for the concrete, an ambassage, i. e. ambassadors, Luke 19:14.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεία και πρειγηΐα και αργ. τ. πρεσγέα, ἁ, Α
1. αποστολή πρέσβεων, αντιπροσώπων για διαπραγμάτευση
2. οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι
3. διαπραγμάτευση
4. εκκλ. μεσολάβηση («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς», Θεία Λειτουργ.)
νεοελλ.
1. διπλωματική αντιπροσωπεία κράτους σε πρωτεύουσα ξένου κράτους
2. το ίδρυμα ή οίκημα όπου είναι εγκατεστημένη η αντιπροσωπεία αυτή
αρχ.
1. η ηλικία πρεσβυτέρου, γηρατειά
2. τα δικαιώματα πρεσβυτέρου
3. υψηλή κοινωνική θέση, αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσβεύω (για τους διαλεκτικούς τ. βλ. λ. πρέσβυς)].

Greek Monotonic

πρεσβεία: ἡ (πρεσβεύω),
I. 1. ηλικία, ηλικία του μεγαλύτερου, κατὰ πρεσβείαν, σε Αισχύλ.
2. υπεροχή θέσεως, αξίωμα, σε Πλάτ.
II. 1. αποστολή πρέσβεων, σύνολο πρέσβεων χώρας, σε Θουκ., Πλάτ.
2. σώμα πρέσβεων, Πρεσβεία, σε Αριστοφ., Θουκ.· οι πρέσβεις των αρχ. χρόνων ήταν οι μεγάλοι σε ηλικία.