ἀπαθανατίζω

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰθᾰνᾰτίζω Medium diacritics: ἀπαθανατίζω Low diacritics: απαθανατίζω Capitals: ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apathanatízō Transliteration B: apathanatizō Transliteration C: apathanatizo Beta Code: a)paqanati/zw

English (LSJ)

   A aim at immortality, Pl.Chrm.156d, v.l. in Arist. EN1177b33.    II trans., deify, D.S.2.20, Vett.Val.150.17; ἑαυτόν Inscr. ap. Str.15.1.73; ἀ. τὴν ψυχήν represent it as immortal, Ascl. in Metaph.90.26; make perpetual, θεὸς ἀ. τὰ γένη Ph.1.9; διὰ τοῦ πυρὸς ἀ. τοῖς θεοῖς τὰς τιμάς Porph.Abst.2.5:—Pass., become immortal, earn immortality, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, opp. φθαρτὰ σώματα, Ph.1.427; become a god, D.C.45.7.

German (Pape)

[Seite 274] unsterblich machen, unter die Götter versetzen, Plat. Charm. 156 d u. Sp.; Arist. eth. 10, 7 setzt ἀνθρώπινα φρονεῖν entgegen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰθᾰνᾰτίζω: κλίνω πρὸς τὸ ἀθάνατον, κλίνω πρὸς τὸ θεῖον, προσπαθῶ νὰ παρομοιάσω πρὸς τὸ θεῖον, χρὴ δὲ οὐ κατὰ τοὺς παραινοῦντας, ἀνθρώπινα φρονεῖν, ἄνθρωπον ὄντα, οὐδὲ θνητὰ τὸν θνητόν· ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ἐνδέχεται ἀπαθανατίζειν καὶ ἅπαντα ποιεῖν πρὸς τὸ ζῆν κατὰ τὸ κράτιστον τῶν ἐν αὐτῷ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 8, Πλάτ. Χαρμ. 156D, ἔνθα ἴδε Heind. ΙΙ. μεταβ., ἀνάγω τινὰ εἰς θεούς, ἀποθεῶ αὐτόν, Διόδ. 2. 20· ἀπ. τὴν ψυχήν, παριστῶ αὐτὴν ὡς ἀθάνατον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. 576. 38 Brandis: - Παθ., καθίσταμαι, ἀθάνατος, κερδαίνω τὴν ἀθανασίαν, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φθαρτὰ σώματα, Φίλων 1. 427: γίνομαι θεός, Δίων Κ. 45. 7· τὸ ὄνομά μου καθίσταται ἀθάνατον, τοὺς διὰ τῶν ποιημάτων ἀπαθανατιζομένους τῇ δόξῃ Διόδ. 4. 7 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

diviniser.
Étymologie: ἀπό, ἀθάνατος.

Spanish (DGE)

I 1hacer inmortal abs., Pl.Chrm.156d
c. ac. αὐτὸν καίτοι θνητὸν εἶναι δοκοῦντα ἀπαθανατίζει en cambio, a uno que parece mortal lo hace inmortal de la virtud, Ph.2.338
en v. med. hacerse inmortal del alma, Ph.1.427, de Moisés, Ph.2.179
por obra del bautismo, Clem.Al.Paed.1.6.26.
2 considerar inmortal ψυχήν Ascl.in Metaph.90.26
en v. pas. ὃς δι' ἀρετὴν ἀπηθανατίσθη Sch.Pi.N.10.12.
II hacer perpetuo, inextinguible γένη Ph.1.9, τιμάς Porph.Abst.2.5.
III deificar τὴν Σεμίραμιν D.S.2.20, τοὺς ἐντυγχάνοντας Vett.Val.150.17, PMag.4.647
en v. med. convertirse en dios de César, D.C.45.7.1.

Greek Monolingual

ἀπαθανατίζω)
νεοελλ.
δίνω σε κάτι αθανασία, το διατηρώ με την τέχνη, τη φωτογραφία κ.λπ.
αρχ.
1. τείνω προς την αθανασία, προσπαθώ να γίνω αθάνατος
2. θεοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αθανατίζω < αθάνατος. Ο τ. αποθανατίζω οφείλεται σε εσφαλμένο χωρισμό των συνθέτων της λέξης].

Greek Monotonic

ἀπᾰθᾰνᾰτίζω: μέλ. —σω, στοχεύω, κλίνω προς την αθανασία, σε Πλάτ., Αριστ.