Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφαφάω

From LSJ
Revision as of 17:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφαφάω Medium diacritics: ἀμφαφάω Low diacritics: αμφαφάω Capitals: ΑΜΦΑΦΑΩ
Transliteration A: amphapháō Transliteration B: amphaphaō Transliteration C: amfafao Beta Code: a)mfafa/w

English (LSJ)

   A touch or feel all round, κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα Od.4.277; καί κ' ἀλαὸς . . διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων by feeling it, 8.196; handle, τόξον ἐΰξοον ἀμφαφόωντας 19.586; 2sg. ἀμφαφάεις Orph.L. 528; Ep. impf. ἀμφαφάασκε Mosch.2.95:—also Med. like Act., τὸν μὲν . . χείρεσιν ἀμφαφόωντο Od.15.461, cf. 19.475; τόξον οἶδα . . ἀμφαφάασθαι (Ep. inf.) 8.215.    2 of persons, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι easier to deal with, Il.22.373.—Ep. Verb used by Aret. in forms -όωσι SD2.4, CA1.1; -όωντα ib.2.4; cf. ἀμφαφᾷς· ψηλαφᾷς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 133] ringsum betasten, ψηλαφᾶν; handhaben, μεταχειρίζεσθαι; Hom. Od. 8, 196 καί κ' ἀλαός τοι διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, 4, 277 κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα, 19, 586 πρὶν τούτους τόδε τόξον ἐύξοον ἀμφαφόωντας νευρήν τ' ἐντανύσαι διοϊστεῦσαί τε σιδήρου; med. homerisch im Sinne des activ. Od. 8, 215 εὖ μὲν τόξον οἶδα ἐύξοον ἀμφαφάασθαι, 15, 462 τὸν μὲν (ὅρμον) – χερσίν τ' ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο, 19, 475 πρὶν πάντα ἄνακτ' ἐμὸν ἀμφαφάασθαι, Iliad. 22. 373 ἦ μάλα δη μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν. Inderselben Bdtg homerisch das simpl. Iliad. 6, 322 τον δ' εὗρ' ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα, ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα, Scholl. Nicanor. βραχὺ διασταλτέον ἐπὶ τὸ θώρηκα· πρεπωδέστερον γὰρ ἐπὶ τοῦ τόξου τὸ ἁφόωντα; vgl. Apoll. lex. Hom. 26, 5. – Ap. Rh. u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφαφάω: Ἐπ. ῥῆμα, ψαύω, ἐφάπτομαι ἢ ψηλαφῶ ὁλόγυρα, κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα Ὀδ. Δ. 277· καὶ κ’ ἀλαὸς... διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ψηλαφῶν, Θ. 196· λαμβάνω εἰς χεῖρας, πιάνω, τόξον ἐΰξοον ἀμφαφόωντας Τ. 586: δεύτ. ἑν. ἀμφαφάεις Ὀρφ. Λιθ. 522, Ἰων. παρατ. ἀμφαφάασκε Μόσχ. 2. 95: ― ὡσαύτως καὶ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., τὸν μέν... χερσίν τ’ ἀμφαφόωντο Ὀδ. Ο. 462. 2) ὡς τὸ Λατ. tractare, ἐπὶ προσώπων, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι (Ἐπ. ἀντὶ ἀμφαφᾶσθαι), ὃν δύναταί τις εὐκολώτερον νὰ μεταχειρισθῇ, Ἰλ. Χ. 373· τόξον οἶδα ἐΰξοον ἀμφαφάασθαι, γνωρίζω πῶς νὰ τὸ μεταχειρισθῶ, Ὀδ. Θ. 215, πρβλ. Τ. 475. ―Τὸ ῥῆμα τοῦτο μετεχειρίσθη καὶ ὁ Ἀρεταῖος ἐν σχηματισμοῖς Ἐπικοῖς, -όωσι π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2.4, π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1.1· -όωντα αὐτόθι 2.4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf., et Moy. ἀμφαφάομαι-ῶμαι;
1 toucher tout autour, tâter;
2 manier.
Étymologie: ἀμφί, ἁφή.

English (Autenrieth)

part. ἀμφαφόων, -όωσα, mid. inf. -άασθαι, ipf. -όωντο: feel about, handle, esp. to test or examine something; τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα (Helen walks around the Trojan horse and ‘feels over’ it, while the Greeks are concealed within), Od. 4.277; of examining a necklace, χερσίν τ' ἀμφαφόωντο, Od. 15.462.

Spanish (DGE)

(ἀμφᾰφάω)
• Morfología: [impf. ép. ἀμφαφάασκε Mosch.2.95]
1 tocar en torno, palpar κοῖλον λόχον del caballo de Troya Od.4.277, τοίχους A.R.2.199, μιν Mosch.l.c., λίθον Orph.L.528, τὰ μή ἐξίσχοντα ἀμφαφόωσι ὡς ὑπερίσχοντα Aret.CA 1.1.1, χιτῶνα Nonn.D.4.144, ὁλκὸν ὑπήνης Nonn.Par.Eu.Io.18.19
abs. Od.8.196, op. πιέζω Aret.CA 2.4.1
fig. acariciar οἷα τ' Ἀριστίππου τρυφερή φύσις ἀμφαφόωτος ψεύδη Timo 27, ἔστιχον ἀμφαφόωντες ἑοῦ μελεδήματα θυμοῦ Apoll.Met.Ps.72.7
v. med. mismo sent. τὸν μὲν ... χερσίν τ' ἀμφαφόωντο Od.15.462, ἄνακτ' ἐμόν Od.19.475, καλὸν σῶμα Archil.300.34.
2 asir, empuñar τόξον Od.19.586, κεραυνούς Nonn.D.8.311, cf. Orph.L.189
v. med. manejar τόξον Od.8.215
fig. de pers. μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι más fácil de tratar, Il.22.373.

Greek Monolingual

ἀμφαφάω και -ομαι (ΑΜ)
1. ψαύω, ψηλαφώ, αγγίζω
2. πιάνω, παίρνω στα χέρια μου
3. (για πρόσωπα) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + επικ. ρ. ἁφάω «ψηλαφώ»].

Greek Monotonic

ἀμφαφάω: Επικ. μτχ. ἀμφαφόων, -όωσα, παρατ. ἀμφαφαίασκον — Μέσ. Επικ. γʹ πληθ. ἀμφαφόωντο, απαρ. ἀμφαφάασθαι·
1. ακουμπώ ή ψηλαφίζω ολόγυρα, χειρίζομαι, σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.
2. μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι, ευκολότερος ως προς το χειρισμό ή τη λειτουργία, σε Ομήρ. Ιλ.