σφριγάω
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
[v. fin.],
A to be full to bursting, to be plump, esp. of a woman's breasts, Hp.Mul.1.71; οὔθατα σ. Poll.1.250: then, 2 generally, of young persons, high-fed horses, etc., to be fresh, vigorous, in full health and strength, νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι E.Andr.196; εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ar.Nu.799; σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Id.Lys.80; τὰ σώματα σφριγῶντες Pl.Lg.840b; ἥβῃ σφριγῶντες Achae.4; οἱ μύες (muscles) σφριγῶντες, ὡς ἂν εἴποι τις Archig. ap. Gal. 8.91; of animals, σφριγῶσα ἡμίονος Eust.1322.34; βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Hld.3.1; of trees, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν luxuriant, Luc.Am.12; βότρυες σφριγῶντες D.Chr.7.75; εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ σ. Ph.1.14. 3 metaph., full-blooded, swollen with passion or pride, σφριγῶντα θυμόν A.Pr.382; μῦθον E.Supp.478. 4 swell with desire, be at heat, Opp.C.3.368; τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Com.Adesp. 276: c. inf., Ael.NA14.5. Chiefly used in the pres. part. [In Opp. l.c., for σφρῑγᾷ Lobeck conjectured σφρῐγάᾳ.]
German (Pape)
[Seite 1052] (scheint verwandt mit σπαργάω), schwellen, strotzen, zum Platzen voll sein; σῶμα, Eur. Andr. 195; εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ, Ar. Nubb. 789, vgl. Lys. 80; übertr., σφριγῶντα θυμόν, Aesch. Prom. 380; μὴ σφριγῶντ' ἀμείψῃ μῦθον, Suppl. 478; τὰ σώματα πολὺ μᾶλλον σφριγῶντες, in kräftiger Leibesfülle strotzend, Plat. Legg. VII, 840 b; u. so auch von Thieren u. Gewächsen, in voller Gesundheit, Lebenskraft od. Blüthe sein, von vollem, frischem Aussehen sein; aber auch übertr., von sinnlicher Begierde strotzen, wollüstig, lüstern sein, dah. heftig begehren, verlangen, Sp., Luc. amor. 12 Alciphr. 1, 39. 3, 19; vom brünstigen Eber, Opp. Cyn. 5, 368; c. inf., Ael. H. A. 14, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σφρῐγάω: [ἴδε ἐν τέλ.], εἶμαι πλήρης σφρίγους, γέμω ζωτικῶν χυμῶν, σπαργῶ, ἀκμάζω, Λατ. turgere, turgescere, μάλιστα (ὡς τὸ κυδωνιάω) ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικός, Ἱππ. 618. 47., 684. 13 μαζοὺς σφριγόωντας Χριστοδ. Ἔκφρ. 105, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 250· ἀκολούθως, 2) καθόλου, ἐπὶ νεανιῶν καὶ νεανίδων, ἐπὶ ἵππων καλῶς τεθραμμένων, κτλ., εἶμαι πλήρης σφρίγους, εἶμαι ἀκμαῖος, ζωηρός, ἐν πλήρει ὑγείᾳ καὶ ἀκμῇ, ἰσχυρός, Λατιν. vigere, νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι Εὐρ. Ἀνδρ. 196· εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ἀριστοφάν. Νεφ. 799· σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Λυσί. 80 τὰ σώματα σφριγῶντες Πλάτ. Νόμ. 840Β· ἥβῃ σφριγῶντες Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 414D - ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ἡμίονος σφριγῶσα Εὐστ. 1322. 34· βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Ἡλιόδ. 3. 1· - ἐπὶ δένδρων, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν, ζωηρῶς θάλλοντα, πλήρη ζωῆς, ἀκμάζοντα, Λουκ. Ἔρωτ. 12, πρβλ. Δίωνα Χρυσ. 113D· οὕτω, εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ σφρ. Φίλων 1. 14. 3) μεταφορ., ἐπὶ λέξεων καὶ ἐνεργειῶν. (ἴδε ἐν λ. σφυδάω), σφριγῶν μῦθος, ζωηρός, σφοδρὸς λόγος, Εὐρ. Ἱκ. 478· σφριγᾷ ὁ πόλεμος, μαίνεται, Θεοφυλ. 4) εἶμαι πλήρης ἐπιθυμίας, εὑρίσκομαι εἰς ὑπερβολικὸν ἐρεθισμὸν ἐπιθυμίας, Ὀππ. Κυν. 3. 368· μὴ σφριγᾶν περὶ τὰ Ἀφροδίσια Κλήμ. Ἀλ. 850 τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Κωμ. Ἀνών. 205· - μετ’ ἀπαρ., Αἰλ. π. Ζ. 14. 5. - Περὶ τῆς λέξεως ἴδε Ruhnk Tim. - Τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι εἶναι κυρίως ἐν χρήσει ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ ἐνεστ. (σφριγάω εἶναι κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον ἕτερος τύπος τοῦ σπαργάω, ἴσως δὲ συγγενὲς τῷ σφαραγέομαι, σφάραγος ὃ ἴδε· περὶ δὲ τῆς μεταβολῆς τοῦ π εἰς φ ἴδε ἐν λ. σφαδάζω). [Παρ’ Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀντὶ σφρῑγᾷ προτείνουσι τὴν γραφὴν σφρῐγάᾳ].
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
1 être plein à craquer;
2 être dans toute sa force;
2 désirer ardemment de, inf..
Étymologie: forme parallèle de σπαργάω, cf. lat. turgeo.
Greek Monotonic
σφρῐγάω: (σπαργάω), μόνο στον ενεστ.,
1. είμαι σφριγηλός, γεμάτος από ζωτικούς χυμούς και ενέργεια, είμαι γεμάτος ζωή, ακμάζω· λέγεται για νεαρούς ανθρώπους και καλοαναθρεμμένα άλογα, εύσαρκος, θρεμμένος, αυτός που σφύζει από υγεία και ζωντάνια, ακμαίος, Λατ. vigere, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., σφριγῶν μῦθος, ζωηρός, γεμάτος έξαψη, σφοδρός λόγος, σε Ευρ.