κατακαυχάομαι

From LSJ
Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαυχάομαι Medium diacritics: κατακαυχάομαι Low diacritics: κατακαυχάομαι Capitals: ΚΑΤΑΚΑΥΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: katakaucháomai Transliteration B: katakauchaomai Transliteration C: katakafchaomai Beta Code: katakauxa/omai

English (LSJ)

   A boast against one, exult over him, τινος Ep.Rom. 11.18, Eust.ad D.P.Prooem.p.67 B.; κατά τινος Ep.Jac.3.14: metaph., -καυχᾶται ἔλεος κρίσεως ib.2.13; κ. ἔν τινι to glory in it, LXX Za.10.12.

German (Pape)

[Seite 1352] dep. med., sich gegen Einen brüsten, ihn geringschätzig behandeln, τινός, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαυχάομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι ἐναντίον τινός, ὑπερηφανεύομαι, τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον περί τινος, τινος αὐτόθι β΄, 13· κατ. ἔν τινι, ὑπερηφανεύομαι ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
traiter avec hauteur.
Étymologie: κατά, καυχάομαι.

English (Strong)

from κατά and καυχάομαι; to exult against (i.e. over): boast (against), glory, rejoice against.

English (Thayer)

κατακαυχωμαι, 2nd person singular κατακαυχᾶσαι (contracted from κατακαυχαεσαι) for the Attic κατακαυχα (Winer s Grammar, § 13,2b.; (Buttmann, 42 (37); Sophocles Lexicon, Introduction, p. 40f; Tdf. Proleg., p. 123 f); Lob. ad Phryn., p. 360), imperative 2nd person singular κατακαυχῶ (κατά against (cf. κατά, III:7)); properly, to glory against, to exult over, to boast oneself to the injury of(a person or a thing): τίνος, Tdf. in κατά τίνος, ibid. R G L Tr WH (Buttmann, 185 (160); Winer's Grammar, § 30,9b. (cf. 432 (402))); ἔλεος (equivalent to ὁ ἐλεῶν) κατακαυχᾶται κρίσεως, mercy boasts itself superior to judgment, i. e. full of glad confidence has no fear of judgment, Jeremiah 50:10,38>), not found in secular authors.)

Greek Monotonic

κατακαυχάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., καυχιέμαι εναντίον κάποιου, υπερηφανεύομαι, τινος ή κατά τινος, σε Καινή Διαθήκη· δεν έχω φόβο για..., δεν φοβάμαι, τινος, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατακαυχάομαι: 1) хвастаться, кичиться (τινος NT);
2) быть выше, превосходить (κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καυχάομαι zich superieur voelen aan, met gen.:; μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων voel u niet superieur aan de takken NT Rom. 11.18; overdr.: κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως barmhartigheid overwint het oordeel NT Iac. 2.13.