στερεόω

From LSJ
Revision as of 08:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεόω Medium diacritics: στερεόω Low diacritics: στερεόω Capitals: ΣΤΕΡΕΟΩ
Transliteration A: stereóō Transliteration B: stereoō Transliteration C: stereoo Beta Code: stereo/w

English (LSJ)

   A make firm or solid, τοὺς πόδας X.Eq.4.3, cf. 5; τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων LXX Ps.135(136).6; τὸν οὐρανόν ib.Is.45.12:—Pass., Hp.Vict.1.9, Arist.GA735b2.    2 strengthen, τοῦτον Act.Ap.3.16; confirm, κρίσιν LXX Si.3.2:—Pass., to be made strong, X.Cyr.8.8.8, Act.Ap.3.7: metaph., to be firmly established, confirmed, LXX 1 Ki.2.1, al., D.S.15.57.

German (Pape)

[Seite 937] hart, fest, dicht machen; Xen. equit. 4, 3; – med., βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρώτων τὰ σώματα στερεοῦσθαι, sich abhärten, Cyr. 8, 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόω: ποιῶ τι στερεὸν ἢ σταθερόν, τοὺς πόδας Ξεν. Ἱππ. 4, 3, πρβλ. 5. - Παθητ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 2. 2) στερεώνω, ἰσχυρὸν ποιῶ, ἐνισχύω, τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 16. - Παθ., γίνομαι ἰσχυρός, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 8, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 7· μεταφορ., στερεώνομαι, ἱδρύομαι σταθερῶς, βεβαιοῦμαι, Διόδ. 17. 57, Ἑβδ.

French (Bailly abrégé)

-εῶ;
fortifier ; Pass. devenir fort.
Étymologie: στερεός.

English (Strong)

from στερεός; to solidify, i.e. confirm (literally or figuratively): establish, receive strength, make strong.

English (Thayer)

στερέω: 1st aorist ἐστερέωσα; imperfect 3rd person plural ἐστερεοῦντο; 1st aorist passive ἐστερεωθην; (στερεός); to make solid, make firm, strengthen, make strong: τινα, the body of anyone, τάς βάσεις, passive, τῇ πίστει, as respects faith (see στερεός, at the end), Sept.; Xenophon, Diodorus.)

Greek Monotonic

στερεόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι στερεό ή σταθερό, στερεώνω, σταθεροποιώ, σε Ξεν.· ενισχύω, ενδυναμώνω, σκληραγωγώ, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., ισχυροποιούμαι, καθίσταμαι ισχυρός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

στερεόω: 1) делать твердым (τοὺς πόδας Xen.); pass. твердеть (ψυχόμενον στερεοῦται Arst.);
2) делать крепким, сильным, укреплять (βουλόμενοι τὰ σώματα στερεοῦσθαι Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερεόω [στερεός] sterk maken, kracht geven:. ἐστερεώθησαν αἱ βάσεις αὐτοῦ zijn voeten werden sterk (gemaakt) NT Act. Ap. 3.7. pass. ook hard worden, stollen. Hp.