ὀχλοποιέω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A make a riot, Act.Ap.17.5.
German (Pape)
[Seite 431] einen Volksauflauf erregen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλοποιέω: ἐγείρω ὀχλαγωγίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 5· - ὀχλοποίησις, εως, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λ. δημαγωγίας.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire des rassemblements, ameuter une foule, provoquer un attroupement.
Étymologie: ὄχλος, ποιέω.
English (Strong)
from ὄχλος and ποιέω; to make a crowd, i.e. raise a public disturbance: gather a company.
English (Thayer)
ὀχλοποιῶ: 1st aorist participle ὀχλοποιησας; (ὄχλος, ποιέω); to collect a crowd, gather the people together: Acts 17:5. Not found elsewhere.
Greek Monotonic
ὀχλοποιέω: υποκινώ τον όχλο σε στάση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὀχλοποιέω: собирать толпу NT.