Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορέννυμι

From LSJ
Revision as of 03:02, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορέννῡμι Medium diacritics: κορέννυμι Low diacritics: κορέννυμι Capitals: ΚΟΡΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: korénnymi Transliteration B: korennymi Transliteration C: korennymi Beta Code: kore/nnumi

English (LSJ)

Them.Or.16.213a; κορεννύω, Gloss.; κορέω, Nic.Al. 195; κορέσκω, ib.225, 360, 415: fut.

   A κορέσω Hdt.1.212; Ep. κορέεις Il.13.831, κορέει 8.379, 17.241: aor. ἐκόρεσα 16.747, A.Pr.166 (lyr.); poet. ἐκόρεσσα Theoc.24.138, AP7.204 (Agath.):—Med., κορέννυμαι Orph.L.732, opt. κορέοιτο Nic.Al.263: aor. ἐκορεσάμην, Ep. ἐκορεσσ-, κορεσσ-, Il.11.562, Od.20.59:—Pass., fut. κεκορήσομαι Max.117: aor. ἐκορέσθην Od.10.499; Ep. 3pl. -θεν Ar.Pax1283 sq.: pf. κεκόρεσμαι X.Mem.3.11.3 (nowhere else in early Prose), Plu.Dem.23, APl.4.190 (Leon.); Ion. κεκόρημαι Il.18.287, Hes.Op.593, Sapph. 48, Ar.Pax1285 (v. infr.): pf. part.Act. (with pass. sense) κεκορηώς, -ότος, Od.18.372, Nonn.D.5.34, Coluth.120: also fut. (in intr. sense) κορήσουσι LXX De.31.20:—satiate, fill one with a thing, c. dat., κορέεις κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι Il.13.831; μολπῇ θυμὸν κ. A.R. 3.897: c gen. rei, κορέσαι στόμα ἐμᾶς σαρκός S.Ph.1156 (lyr.): c. acc. only, τίς ἂν κορέσειεν ἅπαντας; Thgn.229; πρὶν ἂν ἢ κορέσῃ κέαρ A. l.c.:—Med., satisfy oneself, c. gen., ἐκορέσσατο φορβῆς Il.11.562; οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς 19.167; ὄφρ' . . κρειῶν κορεσαίατο θυμόν might satisfy their desire with flesh, Od.14.28: metaph., φυλόπιδος κορέσασθαι Il.13.635: c. part., κορεσσάμεθα κλαίοντε 22.427; ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων δένδρεα 11.87:—Pass., to be glutted, satiated, δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης Od.8.98; κεκορήμεθ' ἀέθλων 23.350; κεκορημένος ἦτορ ἐδωδῆς Hes.Op.593; βορᾶς κορεσθείς E.Hipp.112; πολέμου ἐκόρεσθεν Ar.Pax 1283: c. part., κλαίων . . κορέσθην Od.4.541; οὔ πω κεκόρησθε ἐελμένοι; Il.18.287: rarely c. dat. rei, κριθαῖσι κορεσθείς Thgn.1269; πλούτῳ κεκορημένος Id.751; ὕβρι Hdt.3.80: abs., dub. in Sapph.48.—Cf. κορίσκομαι. (Cf. Lith. šérti 'feed'.)

Greek (Liddell-Scott)

κορέννῠμι: μόνον παρὰ Θεμιστίῳ· ὡσαύτως κορέω Νικ. Ἀλεξιφ. 195· κορέσκω αὐτόθι 225, 360, 415: μέλλ. κορέσω Ἡρόδ. 1. 212· Ἐπικ. κορέεις Ἰλ. Ν. 831· κορέει Θ. 379, Ρ. 241: ἀόρ. ἐκόρεσα Ἰλ., Ἀττ.· ποιητ. κόρεσσα Θεόκρ., Ἀνθ. ― Μέσ., κορέννυμαι Ὀρφ., εὐκτ. κορέοιτο Νικ. Ἀλεξιφ. 263: μέλλ. κορέσομαι Χρησμ. Σιβυλλ.: ἀόρ. ἐκορεσάμην, Ἐπικ. ἐκορεσσ-, κορέσσ-, Ὅμ. ― Παθ., μέλλ. κορεσθήσομαι Βαβρ. 2. 31, 19· κεκορήσομαι Μάξιμ. π. καταρχ. 117: ἀόρ. ἐκορέσθην Ὀδ. Δ. 341· Ἐπικ. γ΄ πληθ. -θεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283, 4: πρκμ. κεκόρεσμαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζογράφ. Ἀττ.), Πλούτ.· Ἰων. κεκόρημαι Ὅμ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1285, ἴδε κατωτ.· μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. (μετὰ παθ. σημασίας) κεκορηώς, ότος, Ἰλ. Σ. 287, Ὀδ. Σ. 372, Ἡσίοδ., κτλ. (Ἐκ τῆς √ΚΟΡ, πρβλ. κόρος, κτλ.) Χορταίνω, ἱκανοποιῶ, πληρῶ τινά τινος, μετὰ δοτ. τρόπου ἢ ὀργάνου, κορέει κύνας ἠδ’ οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι Ἰλ. Ν. 831· κ. θυμὸν μολπῇ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 897· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., κορέσαι στόμα ἐμᾶς σαρκὸς Σοφ. Φιλ. 1156· μετὰ μόνης αἰτ., τίς ἂν κορέσειεν ἅπαντας Θέογν. 229· πρὶν ἂν ἢ κορέσαι κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 165. ― Μέσ., χορτάζομαι, μετὰ γεν., ἐκορέσσατο φορβῆς Ἰλ. Λ. 562· οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς Τ. 167· ὡσαύτως ὄφρ’: κρειῶν κορεσαίατο θυμόν, ἵνα χορτάσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του μὲ κρέατα, Ὀδ. Ξ. 28· μεταφ., φυλόπιδος κορέσασθαι Ἰλ. Ν. 635· συχνότερον μετὰ μετοχ., κλαίουσα κορέσσατο, ὃ ἐστίν, ἔκλαυσεν ὅσον ἠδύνατο, Ὀδ. Δ. 541· κορεσσάμεθα κλαίοντε Ἰλ. Χ. 427, κτλ.· ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων Λ. 87· ― Παθ., χορτάζομαι, «χορταίνω», δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης Ὀδ. Θ. 98· κεκορήμεθ’ ἀέθλων Ψ. 350· κεκορημένος ἦτορ ἐδωδῆς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 591· βορᾶς κορεσθεὶς Εὐρ. Ἱππ. 112· πολέμου ἐκόρεσθεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283· μετὰ μετοχ., κλαίων ἐκορέσθην Ὀδ. Δ. 541· οὔπω κεκόρησθε ἐελμένοι Ἰλ. Σ. 287· σπανίως μετὰ δοτ. πράγμ., κριθῇσι κορεσθεὶς Θέογν. 1269· πλούτῳ κεκορημένος αὐτόθι 751· ὕβρι Ἡρόδ. 3. 80.

French (Bailly abrégé)

f. κορέσω, ao. ἐκόρεσα;
Pass. ao. ἐκορέσθην, pf. κεκόρεσμαι ; part. pf. Act. ion. κεκορηώς au sens Pass.
I. rassasier : τινά τινι ou τινος, qqn de qch ; κέαρ ESCHL rassasier ou réjouir son cœur;
II. Pass. κορέννυμαι (ao. ἐκορέσθην) et Moy. κορέννυμαι (ao. ἐκορεσάμην);
1 se rassasier, être rassasié (de vin, de nourriture, etc.) gén. ou dat. : fig. ὕβρι κεκορημένος HDT rassasié d’outrages ; avec un part. : κλαίουσα κορέσσατο OD elle se rassasia de pleurs;
2 avoir le dégoût de, être fatigué de, gén. ; part. κεκορηώς OD rassasié ; dégoûté, fatigué de, gén..
Étymologie: κόρος¹.

English (Strong)

a primary verb; to cram, i.e. glut or sate: eat enough, full.

English (Thayer)

(κόρος satiety); to satiate, sate, satisfy: 1st aorist passive participle κορεσθέντες, as in Greek writings from Homer down, with the genitive of the thing with which one is filled (Buttmann, § 132,19), τροφῆς, κεκορεσμένοι ἐστε, every wish is satisfied in the enjoyment of the consummate Messianic blessedness, 1 Corinthians 4:8.

Greek Monolingual

κορέννυμι (Α)
βλ. κορεννύω.

Greek Monotonic

κορέννῡμι: μέλ. κορέσω, Επικ. βʹ και ενικ. κορέεις, κορέει, αόρ. αʹ ἐκόρεσα, ποιητ. κόρεσσα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκορεσάμην, Επικ. ἐκορεσσ-, κορεσσ- — Παθ., μέλ. κορεσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκορέσθην, παρακ. κεκόρεσμαι, Ιων., μέλ. κορεσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκορέσθην, παρακ. κεκόρεσμαι, Ιων. κεκόρημαι· Επικ. μτχ. Ενεργ. παρακ. (με Παθ. σημασία) κεκορηώς, -ότος· παραχορταίνω, μπουχτίζω, τινα, σε Θέογν., Αισχύλ.· γεμίζω κάποιον με κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με γεν. πράγμ., χορταίνω, ικανοποιώ, σε Σοφ. — Μέσ., ικανοποιούμαι, χορταίνομαι, με γεν., ἐκορέσσατο φορβῆς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με μτχ., κλαίουσα κορέσσατο, ικανοποιήθηκε με τον θρήνο, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., είμαι χορτασμένος, σε Ησίοδ.· σπανίως, με δοτ. πράγμ., πλούτῳ κεκορημένος, σε Θέογν.· ὕβρι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κορέννῡμι: κόρος I] (fut. κορέσω - эп. κορέω и Anth. κορέσσω, aor. ἐκόρεσα и Anth., ἐκόρεσσα; med. эп. 3 л. sing. aor. ἐκορέσσατο и κορέσσατο - 1 л. pl. κορεσσάμεθα, part. κορεσσάμενος; pass.: aor. ἐκορέσθην, pf. κεκόρεσμαι - ион. κεκόρημαι; ион. part. pf. act. со знач. pass. κεκορηώς)
1) кормить досыта, насыщать (τινὰ δημῷ καὶ σάρκεσσι Hom.; στόμα σαρκός Soph.); pass. насыщаться (οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς Hom.; κορεσθεὶς βορᾶς Eur. и τροφῆς NT): ὕβρι κεκορημένος Her. преисполненный наглости;
2) pass. перен. досыта изведать, насладиться (φυλόπιδος πολέμοιο Hom.): ἐπεὶ πολέμου ἐκόρεσθεν Arph. когда они навоевались всласть;
3) pass. вдоволь претерпеть, натерпеться (πολέων κεκορήμεθ᾽ ἀέθλων Hom.): κλαίων ἐκορέσθην Hom. я наплакался досыта; ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων Hom. (дровосек) устал рубить.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορέννυμι en κορεννύω [~ κορέω] ander praes. κορίσκομαι (zie daar); aor. ἐκόρεσα, ep. poët. ἐκόρεσσα, med. ἐκορεσσάμην, aor. pass. ἐκορέσθην, ep. 3 plur. ἐκόρεσθεν; perf. act. met pass. bet., ptc. κεκορηώς, -ότος, med.-pass. κεκόρεσμαι, poët. Ιon. perf. med. κεκόρημαι, plqperf. med.-pass. (ἐ)κεκορέσμην; fut. perf. κεκορήσομαι; fut. κορέσω, ep. fut. κορέω, 2 sing. κορέεις; fut. pass. κορεσθήσομαι act. verzadigen (met), vullen (met), met acc. en dat.:; Τρώων κορέεις κύνας ἠδ ’ οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι je zult de honden en roofvogels van de Trojanen verzadigen met je vet en vlees Il. 13.831; ook met acc. en gen.: κορέσαι στόμα πρὸς χάριν ἐμᾶς γε σαρκός om jullie snavels naar hartelust te vullen met mijn vlees Soph. Ph. 1156. med. en pass., ook met perf. κεκορηώς (zich) verzadigen, met gen.:; ὄφρ ’... κρειῶν κορεσαίατο θυμόν opdat ze met het vlees hun honger stillen Od. 14.28; βορᾶς κορεσθείς verzadigd van het eten Eur. Hipp. 112; perf. verzadigd zijn:; ἄμφω κεκορηότε ποίης beide volgevreten met gras Od. 18.372; overdr.: genoeg hebben van:; φυλόπιδος κορέσασθαι genoeg hebben van de strijd Il. 13.635; κεκορημένοις Γόργως Gorgo beu zijnd Sapph. 144.1; ὕβρι κεκορημένος dronken van machtswellust Hdt. 3.80.4; met pred. ptc.: ἐπεὶ κλαίουσα κορέσσατο nadat ze genoeg gehuild had Od. 20.59.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: satiate, fill, be satiated (ep. Ion.).
Other forms: -μαι (Them., Orph.), κορέω, κορέσκω (Nic.), κορίσκομαι (Hp.), aor. κορέσ(σ)αι, -ασθαι (Il.), pass. κορεσθῆναι (Od.), perf. ptc. Act. (intr.) κεκορηώς (Od.), ind. midd. κεκόρημαι (Il.), κεκόρεσμαι (X.), fut. κορέω (Il.), κορέσω (Hdt.),
Compounds: Rarely with ὑπερ- (Thgn., Poll.), ἀπο- (Gloss.). As 2. member in ἄ-κορος unsatiable, untiring (Pi.) with ἀκορία unsatiated condition, moderation (Hp.), unsatiability (Aret.). διά-, κατά-, πρόσ-, ὑπέρ-κορος satiated etc. (IA.); also as σ-stam and with verbal redefinition (Schwyzer 513) ἀ-, δια-, προσ- κορής with προσ-κορίζομαι vex, annoy (sch.). As privative also ἀ-κόρη-τος (Il.), ἀ-κόρε(σ)-τος (trag.). - Quite uncertain Αἰγι-κορεῖς pl. m. with Αἰγικορίς f. name of one of the old Ionic phylai (E., inscr.; cf. Hdt. 5, 66), s. Nilsson Cults 147 and Frisk ibd.
Derivatives: Wiht lengthened grade κώρα ὕβρις H. (v. Blumenthal Hesychst. with Lobeck). To κόρος (κοῦρος, κῶρος) youth and κόρη young girl s. esp. κόρος m. satiaty, be satiated, surfeit, insolence (Il.);
Origin: IE [Indo-European] [577] *ḱerh₁- fodder, (let) grow
Etymology: The starting point of the whole paradigm is clearly the aorist κορέσαι, -ασθαι, to which the other forms were successively added: pass. κορε-σ-θῆναι (Chantraine Gramm. hom. 1, 406), perf. κεκόρημαι, -εσμαι (Schwyzer 773), fut. κορέω, -έσω, lastly also the different, sparsely attested presents κορίσκομαι, κορέω, -έσκω, -έννυμι. The verb was prob. orig. because of the perfective aspect limited to the aorist; for an old present *κόρνυμι (Schwyzer 697; as στόρνυμι) there is no support. - The ο-vowel, which is found also in στορέσαι, with the same building, and in θορεῖν, μολεῖν, πορεῖν, is not convincingly explained (attempts in Schwyzer 360f. and Sánchez Ruipérez Emerita 18, 386ff.); with the disyllabic κορέ-σαι agrees elsewhere acute Lith. šér-ti fodder (from *ḱerh₁-), with which one connected the old s-stem in Lat. Cerēs goddess of the growth of plants, and also Arm. ser origin, gender, offspring (IE. *ḱéros n. transformed to an o-stem). - The other forms, e. g. Lat. creō create, crēscō grow, Arm. sermn seed, Alb. thjer acorn, prop. "fodder" (Pok. 577, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. Cerēs, creō), are unimportant for Greek. - With the meanings satiate, fodder, let grow, cf. the similar meanings of Lat. alō.

Middle Liddell

κεκορηώς, epic part. perf. act. with pass. sense
to sate, satiate, satisfy, τινα Theogn., Aesch.: to fill one with a thing, c. dat., Il.; also c. gen. rei, to fill full of, Soph.:—Mid. to satisfy oneself, have one's fill, c. gen., ἐκορέσσατο φορβῆς Il., etc.; c. part., κλαίουσα κορέσσατο she had her fill of weeping, Od.: —Pass. to be satiated, Hes.; rarely c. dat. rei, πλούτωι κεκορημένος Theogn.; ὕβρι Hdt.