δρόσος
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ἡ,
A dew, Hdt.2.68, Pl.Ti.59e: pl., A.Ag.336, S.Aj.1208 (lyr.), etc. 2 in Poets, pure water, ποντία δ. A.Eu.904; δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, E.IT255, 1192; ποταμίᾳ δ. Id.Hipp.127 (lyr.); ποταμίαισι δρόσοις ib.78; ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις Id.IA182 (lyr.); δρόσος alone, Ἀχελῴου δ. Id.Andr.167; καθαραῖς δρόσοις Id.Ion 96 (lyr.); ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.Ra.1339. 3 of other liquids, δ. ἀμπέλου Pi.O.7.2; δ. φοινία A.Ag.1390, etc.; ἀπόπτυστος Ar.Eq. 1285; of oil, AP5.3 (Phld.); of honey, Philostr.Her.19.19; δ. καλάμου sugar, Antyll. ap. Orib.10.27.18: metaph., δρόσος κώμων Pi.P. 5.99. 4 down on the cheek, δ. καὶ χνοῦς Ar.Nu.978, cf. Plu.2.79d. II metaph., the young of animals, A.Ag.141 (lyr., pl.): in sg., δ. Ἡφαίστοιο Call.Hec.1.2.3.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, der Thau, Plat. Tim. 59 e u. A.; im plur., Aesch. Ag. 327. 547, wie Soph. Ai. 1187. – Uebertr., von jedem Wasser, ποντία δρόσος, Meerwasser, Aesch. Eum. 864, wie ἐναλία, θαλασσία, Eur. I. T. 255. 1192; ποταμία, Hipp. 127; κρηναῖαι I. A. 182; ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar. Ran. 1339. Auch φονία, Blut, Aesch. Ag. 1363; ἀμπέλου, Wein, Pind. Ol. 7, 2; vgl. P. 5, 20. 60; ἐλαιηρή, Oel, Philod. 17 (V, 4); ἀπόπτυστος, = σπέρμα, Ar. Equ. 1285; Honig, Philostr., wo Iac. p. 134 zu vgl. Uebh. alles Weiche, Zarte; von jungen Thieren, Aesch. Ag. 139; καὶ χνοῦς, Flaumhaar, Ar. Nubb. 972. Vgl. ἔρση.
Greek (Liddell-Scott)
δρόσος: ἡ· (πρβλ. Σανσκρ. ras-as (sucus), Λατ. ros, Σλαυ. rosa· ἴδε ὡσαύτως ἕρση)·- «δροσιά», Ἡρόδ. 2. 68, Πλάτ. Τιμ. 59Ε· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 336, Σοφ. Αἴ. 1208, κτλ.·- ἡ Ὁμηρικὴ λέξις εἶνε ἕρση, ἐέρση. 2) παρὰ ποιηταῖς, ὕδωρ, ποντία δρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 904· δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, Εὐρ. Ι. Τ. 255, 1192· ποταμίᾳ δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 127· ποταμίαισι δρόσοις αὐτόθι 77· ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις ὁ αὐτ. Ι. Α. 182· ὡσαύτως μόνον δρόσος, Ἀχελῴου δρ. ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 167· καθαραῖς δρόσοις ὁ αὐτ. Ἴωνι 97· ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ἀριστοφ. Βατρ. 1339· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου rore puro Castaliae. 3) ἐπὶ ἄλλων ὑγρῶν ἢ ποτῶν, δρ. ἀμπέλου Πίνδ. Ο. 7. 2· δρ. φονία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390, κτλ.·- μεταφ., δρόσος ὕμνων Πίνδ. Π. 5. 134· πρβλ. ἄρδω. ΙΙ. ὡς τὸ ἕρση ΙΙ, μεταφ., τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 141.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. rosée ; fig. en parl. de toute chose tendre ou délicate (petit d’un animal, etc.) ; duvet naissant;
II. p. ext.
1 eau, particul. eau de mer, eau de fleuve, eau de source;
2 en gén. tout liquide.
Étymologie: DELG étym. obscure.
English (Slater)
δρόσος (ἡ)
1 dew met. φιάλαν ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ i. e. wine (O. 7.2) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾶ ῥανθεισᾶν i. e. by songs of praise (P. 5.99) τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ (τοῖς ὕμνοις) Σ) (I. 6.64)
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Morfología: [plu. dat. δρόσοισιν Nic.Fr.74.46]
I 1rocío frec. plu. ἐν ... οἰκήμασιν ναίουσιν ἤδη ... πάγων δρόσων τ' ἀπαλλαχθέντες ahora ya viven en las casas, liberados de las heladas y el rocío A.A.336, δρόσοι πίπτουσι Hp.Aër.6, cf. S.Ai.1208, θερμότερον ... ἐστι τὸ ὕδωρ (ἐν τῷ ποταμῷ) ... τῆς δρόσου Hdt.2.68, cf. E.Andr.227, τὰ μὲν (ἔντομα) ἐκ τῆς δρόσου (γίνεται) según la teoría de la generación espontánea, Arist.HA 551a1, cf. Ar.Nu.330, X.Cyn.5.3, Pl.Ti.59e, Arist.Mu.394a15, Thphr.CP 2.9.3, Nic.l.c., LXX Da.3.68, Ph.2.175, Plu.2.384b, AP 7.31.8 (Diosc.), I.AI 8.319, Aesop.195.1, Luc.Icar.13, Epict.Gnom.26, Nonn.D.42.289, ἐγένετο ... δ. λεπτή en el horno de Daniel, Hippol.Dan.2.32, cf. Origenes Or.16.3, Chrys.M.57.54
•fig. τοῖς αἰδοίοις δ. καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu.978, τὰν ... πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ de las victorias atléticas, Pi.I.6.64, ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ Pi.P.5.99, ὡς ἐκπιόντα ἀκηράτου χρωτὸς τῆς σῆς δρόσου Philostr.Ep.63, πάντα τῶν ἀμβροσίων πεπλήρωται δρόσων en el prado de la virtud, Meth.Symp.198
•en frases hechas ἅμα δρόσῳ con el rocío, e.d. con el alba Theoc.15.132, en la expr. δ. καὶ χνοῦς la flor y nata, lo más selecto Plu.2.79d.
2 rocío n. dado a Isis ἐγώ εἰμι Ἶσις ἡ καλουμένη δ. PMag.12.234.
II usos meton. y fig.
1 rocío, gotas, licor, equiv. agua ἐκ ποντίας δρόσου A.Eu.904, ποταμίᾳ δρόσῳ E.Hipp.127, cf. 78, ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις E.IA 182, Ἀχελώιου δ. E.Andr.167, cf. Carm.Conu.34(c).5, ἐναλίᾳ δρόσῳ E.IT 255, cf. 1192, Io 96, καλπίσι τ' ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.Ra.1339
•equiv. vino σταφυλῶν ... αἱματίο<ι>ς δρόσο<ι>ς Hes.Fr.381.2, ἀμπέλου ... δρόσῳ Pi.O.7.2
•equiv. aceite ἐλαιηρῆς ... δρόσου AP 5.4.2 (Phld.)
•del maná, I.AI 3.27
•de sustancias dulces como miel, Philostr.Iun.Im.13.2, producidas por vegetales δρόσου ... ἣ μέλιτος δίκην ἐπὶ τοὺς δόνακας τῶν ποταμῶν ἱζάνει Philostr.Her.77.1, καλάμου δρόσῳ Antyll. en Orib.10.27.19
•ref. distintos humores corporales, equiv. sangre φοινίας δρόσου A.A.1390, δ. αἱματηρά E.IT 443, del flujo femenino ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον Ar.Eq.1285.
2 descendencia, cría δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν <λε>όντων A.A.141.
3 rocío, alivio, refresco celestial, en lit. jud.-crist. ἡ γὰρ δ. παρὰ σοῦ ἴαμα αὐτοῖς ἐστιν LXX Is.26.19, θησαυρὸν ... δρόσῳ πνεύματος ἁγίου περιτετειχισμένον Clem.Al.QDS 34.1, δρόσοι ... εὐσεβείας Origenes Mart.27, δρόσου οὐρανίου ... σβεννυούσης πᾶν πῦρ ἀφ' ἡμῶν Origenes Mart.33, cf. Chrys.M.57.53.
4 δρόσους· chipr. ἀχρείους Hsch.
• Etimología: Et. muy dud.: a) ¿Pelásgico, rel. c. gót. driusan ‘caer desde arriba’, maa. trōr ‘lluvia’?; b) término pop. c. pref. δ- rel. c. lat. rōs? (habría que aceptar una -ss- geminada).
Greek Monolingual
(I)
η (AM δρόσος, η
Μ δρόσος, το)
1. σταγονίδια νερού πάνω στη χλόη, στα φύλλα τών φυτών, στις στέγες κ.λπ. τα οποία σχηματίζονται από την ψύξη τών υδρατμών λόγω της νυκτερινής ακτινοβολίας και με καιρό αίθριο και νηνεμία
2. υγρασία
αρχ.-μσν.
ευχαρίστηση, απόλαυση
μσν.
1. βροχή
2. αγιασμός
αρχ.
1. νερό
2. βροχή,
3. νεογνό ζώου
4. το ανδρικό σπέρμα
5. παιδί, τέκνο
6. φρ. α) «δρόσος ἀμπέλου» — κρασί
β) «φοινία δρόσος» — φονικό αίμα, αίμα από φόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την προέλευση του ονόματος (ότι πρόκειται για πελασγικό τ. ή ότι προέρχεται από τη λ. ύδωρ), οι οποίες όμως παραμένουν αναπόδεικτες. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δημώδη τ. με προθηματικό -δ- και διπλό -ς-, που στην ιωνική-αττική απλοποιήθηκε, (πρβλ. λατ. rōs) δεν φαίνεται επίσης πειστική. Το γένος της λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς το θηλυκό έρση].
(II)
το
βλ. δρόσος, η.
Greek Monotonic
δρόσος: ἡ,
I. 1. δροσιά, Λατ. ros, σε Ηρόδ.· στον πληθ., σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. καθαρό νερό, σε Αισχύλ.
II. οτιδήποτε τρυφερό, όπως ἕρση II, τα μικρά των ζώων, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δρόσος: ἡ
1) тж. pl. роса Her., Plat., Arst., Plut., pl. Aesch., Soph. etc.;
2) вода, влага (ποντία Aesch. и θαλασσία, ἐναλία Eur.; ποταμία Eur. и ἐκ ποταμῶν Arph.): δ. ἀμπέλου Pind. = οἶνος; φοινία δ. Aesch. = αἷμα; ἐλαιηρὴ δ. Anth. = ἔλαιον; ἡ ἀπόπτιστος δ. Arph. = τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος;
3) свежесть, отрада (ὕμνων Pind.);
4) детеныш (δρόσοι ἄεπτοι λεόντων Aesch.);
5) молодой пушок (δ. καὶ χνοῦς Arph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: dew, often of several fluids (Hdt., Pi.); in A. Ag. 141 (lyr., pl.) = young animals (λεόντων), thus Call. Hek. 1, 2, 3; after Bechtel Lex. 139 and Benveniste BSL 45, 102 A. 1 metonymia; diff. Leumann Hom. Wörter 258 n. 11; cf. on ἕρσαι.
Other forms: on the genus Schwyzer-Debrunner 32 n. 4, 34 n. 1)
Derivatives: Adjectives dewy, fluid: δροσόεις (Sapph.), δροσώδης (com.), δροσερός (E.), δροσινός (AP), δρόσιμος (Plu.; s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 98). Abstract δροσία (Orac. ap. Luk. Alex. 53, Cat. Cod. Astr., also NGr.; on the meaning Scheller Oxytonierung 54f.). - Hypocorist. δροσαλλίς name of a Bithynian wine (Gp.); s. Chantr. Form. 252. - Denomin. δροσίζω sprinkle, make dew (Ar.) with δροσισμός (Olymp. Alch.); δροσόομαι be sprinkled with dew (Anakreont.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Older views in Bq; wrong also Sapir Lang. 15, 185. No doubt Pre-Greek.
Middle Liddell
δρόσος, ἡ, n
I. dew, Lat. ros, Hdt.; in pl., Aesch., etc.
2. pure water, Aesch., Eur.
3. of other liquids, δρ. φονία, of blood, Aesch.
II. any thing tender, like ἕρση II, the young of animals, Aesch.