μεσάζω

From LSJ
Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσάζω Medium diacritics: μεσάζω Low diacritics: μεσάζω Capitals: ΜΕΣΑΖΩ
Transliteration A: mesázō Transliteration B: mesazō Transliteration C: mesazo Beta Code: mesa/zw

English (LSJ)

   A = μεσόω, ὁ μεσάζων τόπος (v.l. νησίζων) D.S.1.32; πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι Hp.Ep.18; νυκτὸς μεσαζούσης LXX Wi. 18.14; μεσαζούσης ἡμέρας Hdn.7.5.2; of food, to be half-cooked, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.    II Pass., to be inserted in the middle, intervene, αἱ μεσαζόμεναι λέξεις A.D.Synt.270.5, cf. Conj.255.20; of terms in an arithmetical series, Theol.Ar.39.    2 occupy a central position, τὴν γῆν ὁ μῦθος λέγει μεσάζεσθαι Eust.1389.38.

German (Pape)

[Seite 136] = μεσόω, in der Mitte sein; Hippocr.; Schol. Eur. Med. 60; Sp.; μεσαζούσης ἡμέρας, am Mittag, Hdn. 7, 3, 2; – halbiren, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μεσάζω: μέλλ. -άσω, = μεσόω, ὁ μεσάζων τόπος (διάφ. γραφ. νησίζων) Διόδ. 1. 32· πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ.· μεσαζούσης τῆς ἡμέρας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡρῳδιαν.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 267, Εὐστ., κτλ. ΙΙ. οἱ μεσάζοντες, παρὰ τῇ αὐλῇ τῶν Βυζαντίνων, ὑπουργοί, ὑπάλληλοι, Ἄννα Κομν. 14, σ. 436, Νικήτ. Μαν. 1, 3, Παχυμ. 5, 6.

Greek Monolingual

και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) μέσος
διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ
νεοελλ.
1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («το μεσάσαμε το κρασί»)
2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα
το μέντιουμ
νεοελλ.-μσν.
παρεμβαίνω ή ανακατεύομαι κάπου ή υπέρ κάποιου, κάνω τον μεσίτη ή τον μεσάζοντα, μεσολαβώ
2. (η μτχ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) οι μεσάζοντες
α) άτομα που μεσολαβούν είτε στις συναλλαγές για τη σύναψη συμφωνιών είτε προς τις αρχές για την επίλυση διαφόρων θεμάτων, μεσολαβητές
β) (στο Βυζάντιο) ανώτατοι αξιωματούχοι ή υπουργοί της βασιλικής Αυλής
μσν.
1. κατέχω σημαντική θέση
2. πλησιάζω το κέντρο
3. τοποθετώ κάτι στο κέντρο
4. (για μεσίτη) α) διεκπεραιώνω
β) μεταφέρω ή μεταβιβάζω μήνυμα
5. φρ. «μέγας μεσάζων»
(ως τίτλος) ο ανώτατος αυλικός της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας
μσν.-αρχ.
είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο μιας κατάστασης (α. «πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι», Ιπποκρ.
β. «νυκτός... μεσαζούσης», ΠΔ
γ. «πᾱς δ'ὁ μεσάζων τόπος ὑπὸ τῆς παλιῤῥοίας ἀφροῡ τε πληροῡται», Διόδ.)
αρχ.
1. (για φαγητό) είμαι μισοψημένος
2. (το μέσ.) μεσάζομαι
α) παρεμβάλλομαι («αἱ μεσαζόμεναι λέξεις», Απολλ. Δύσκ.)
β) καταλαμβάνω θέση στο κέντρο.

Russian (Dvoretsky)

μεσάζω: Diod. = μεσόω.