συγκυρία

From LSJ
Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠρία Medium diacritics: συγκυρία Low diacritics: συγκυρία Capitals: ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Transliteration A: synkyría Transliteration B: synkyria Transliteration C: sygkyria Beta Code: sugkuri/a

English (LSJ)

ἡ, = foreg., τὰ ἀπὸ συγκυρίης λυπήματα γνώμης

   A chance annoyances, Hp.Hum.9; διὰ συγκυρίην Id.VM10; κατὰ συγκυρίαν Ev.Luc.10.31, Eust.376.12.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, seltene Form für συγκύρησις, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συγκῠρία: ἡ, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., τὰ ἀπὸ συγκυρίης, τὰ τυχαῖα συμβάντα, Ἱππ. 49. 28· διὰ συγκυρίαν ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· κατὰ σ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31, Εὐστ. 376. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
rencontre fortuite, accident, coïncidence, événement.
Étymologie: συγκυρέω.

English (Strong)

from a comparative of σύν and kureo (to light or happen; from the base of κύριος); concurrence, i.e. accident: chance.

English (Thayer)

συγκυριας, ἡ (συγκύρειν, to happen, turn out), accident, chance: κατά συγκυρίαν, by chance, accidentally, Hippocrates; ecclesiastical and Byzantine writings; Greek writings from Polybius down more common use συγκυρησις and συγκυρημα (Winer's Grammar, 24).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ [συγκυρῶ (II)]
1. τυχαία σύμπτωση, συντυχία
2. φρ. «κατά συγκυρία», «κατὰ συγκυρίαν» — κατά τύχη, τυχαία
νεοελλ.
φρ. «οικονομική συγκυρία»
(οικον.) το σύνολο τών οικονομικών, κοινωνικών, τεχνικών κ.ά. περιστάσεων που προσδιορίζουν την κατάσταση μιας οικονομίας και, γενικότερα, το σύνολο τών μη εποχικών περιστάσεων οι οποίες ισχύουν σε μια δεδομένη φάση του οικονομικού κύκλου και με τη μελέτη τών οποίων επιδιώκεται η πρόβλεψη τών οικονομικών εξελίξεων.

Greek Monotonic

συγκῠρία: ἡ, σύμπωση· κατὰ συγκυρίαν, κατά τύχη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συγκῠρία: ἡ случай, случайность: κατὰ συγκυρίαν NT случайно.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκυρία -ας, ἡ, Ion. συγκυρίη [συγκυρέω] toeval, toevalligheid:. δι ’ ἄλλην τινὰ συγκυρίην door een ander toeval Hp. VM 10; κατὰ συγκυρίαν bij toeval NT Luc. 10.31.

Middle Liddell

συγκῠρία, ἡ, [from συγκῠρέω]
coincidence, κατὰ συγκυρίαν by chance, NTest.