ἱστίον

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστίον Medium diacritics: ἱστίον Low diacritics: ιστίον Capitals: ΙΣΤΙΟΝ
Transliteration A: histíon Transliteration B: histion Transliteration C: istion Beta Code: i(sti/on

English (LSJ)

τό (Dim. of ἱστός in form only),

   A web, cloth, sheet: hence in pl., hangings, LXXEx.27.9,15; as a measure, piece, PRyl.70.25 (ii B.C.); but,    II from Hom. downwds., sail, mostly in pl. ἱστία, ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ . . βοεῦσιν they hauled them up with ox-hide ropes, Od.2.426; τέταθ' ἱστία the sails were spread, 11.11, cf. Pi. N.5.51; ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν, to lower or furl sail (v. sub vocc.): λύειν Od.15.496; ἱστίοισι χρᾶσθαι Hdt.4.110; ἄκροισι χρώμενος τοῖς ἱστίοις Ar.Ra.1000: prov., πλήρεσιν ἱ. under full sail, with all one's might, Philostr.VS1.25.5, cf. Suid.: rarely in sg., ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481; ἐξίει ἱ. ἀνεμόεν Pi.P.1.92; ἱστίῳ καταπετάσαι τινά Pl.Prm.131b, cf. PMagd.11.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1270] τό (eigtl. dim. von ἱστός), das Gewebe, Sp.; bei Hom. immer die Segel, gew. im plur., ἀνὰ δ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν Il. 1, 480, aufziehen, vgl. ἐντίθεσθαι, ἀνερύειν; auch ἕλκειν, Od. 2, 426; ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il. 1, 481; ἱστία μὲν στείλαντο ib. 433, einziehen; τέταθ' ἱστία, die Segel waren angespannt, Od. 11, 11; so auch Pind., ἀνὰ ἱστία τεῖναι N. 5, 51; οὖρος ὑπέστειλε ἱστία I. 2, 40; ἀνεμόεν ἱστίον P. 1, 92; ὥςπερ ἱστίοις ἐμπνεύσομαι τῇδε Eur. Andr. 555; κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Hel. 1475; ἱστίοις ἄκροις χρῆσθαι Ar. Ran. 998; ἱστίῳ πλήρει πλεῖν Poll. 1, 106; selten in Prosa, ἱστίῳ καταπετάσας πολλοὺς ἀνθρώπους Plat. Parm. 131 b; Plut. Thes. 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστίον: τό, (ὑποκορ. τοῦ ἱστός μόνον κατὰ τύπον), ὕφασμα, σινδών, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ’, 9. 15)· - ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἱστίον πλοίου, «πανί», καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἱστία (ἴδε τὸ ῥῆμα ἀναπετάννυμι), ἕλκον δ’ ἱστία λευκὰ... βοεῦσι, ἔσυρον ἐπάνω διὰ δερματίνων σχοινίων τὰ λευκὰ ἱστία, δηλ. «τὰ πανιά», Ὀδ. Β. 426· τέταθ’ ἱστία, ἦσαν τεταμένα, «τεντωμένα», Λ. 11, πρβλ. Πινδ. Ν. 5. 92· ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν, (ἴδε τὰς λέξ.)· ὡσαύτως, λύειν Ὀδ. Ο. 496· οὕτω βραδύτερον, ἱστίοισι χρᾶσθαι Ἡρόδ. 4. 110· ἄκροισι χρῆσθαι ἱστίοις Ἀριστοφ. Βάτρ. 1000 (ἴδε ἐν λ. ἄκρος)· πλήρεσιν ἢ ὅλοις ἱστίοις, «μὲ γεμᾶτα πανιά», μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ ἀνθρώπου, παροιμία παρὰ Σουΐδ.· σπανίως κατ’ ἑνικ., ἐν δ’ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Ἰλ. Α. 481, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 178· ἱστίῳ καταπετάσαι τινά, καλύψαι τινα δι’ ἱστίου, Πλάτ. Παρμ. 131Β· πρβλ. πέπλος ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
voile de vaisseau.
Étymologie: ἱστός.

English (Autenrieth)

(ἱστός): sail. (See cut, from an ancient coin bearing the inscription ΝΙΚΟΜΗΔΙΩΝ. ΔΙΣ. ΝΕΩΚΟΡΩΝ.)

English (Slater)

ἱστίον
   1 sail ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν (P. 1.92) μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων (P. 4.293) ἀνὰ δἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου (N. 5.51) οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν (I. 2.40)

Greek Monotonic

ἱστίον: τό (ἱστός), οποιοδήποτε δίχτυ, ιστίο, πανί· ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν, κατεβάζω ή υψώνω πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· ἄκροισι χρῆσθαι ἱστίοις, κρατῶ τα πανιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱστίον: τό [demin. к ἱστός (преимущ. pl.) парус Hom., Trag. etc.: ἐν χρόνῳ μεταβολαὶ ἱστίων погов. Pind. своевременная смена парусов, т. е. изменение образа действий.

Middle Liddell

ἱστίον, ου, τό, ἱστός
any web, a sail, ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν to lower or furl sail, Od.; ἄκροισι χρῆσθαι ἱστίοις to keep the sails close-reefed, Ar.